Η Μαρία Κυριάκη (η θυγατέρα μου) το άκουσε απο την Ουρανία του Μίαρη και μου το έστειλε
Ερόδισε η ανατολή Και ξημερώνει η δύση
Γλυκοχαράζουν τα βουνά Κι ο Αυγερινός τραβιέται
Παν’ τα πουλάκια στη βοσκή Κι οι λυγερές στη βρύση
Πάω κι εγώ κι ο μαύρος μου Και τα λαγωνικά μου
Βλέπω μια κόρη που ‘πλενε σε μαρμαρένια γούρνα
Τη χαιρετώ, δε χαιρετά , της κρένω, δε μου κρένει
Σαράντα σίκλους έβγαλε...........
Κι απάνω στους σαράντα δυο τη βλέπω δακρυσμένη
Γιατί δακρύζεις λυγερή και βαριαναστενάζεις;
Μην απεινάς μην αδιψάς, μην έχεις κακή μάνα;
Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτε κακή μάνα έχω
Έχω τον άντρα μου στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνια
Κι αν δε φανεί, κι αν δε τον δω, καλόγρια θα γίνω
Θα πάω σ’ άγρια βουνά, θα στήσω μοναστήρι
Και στο κελί θα σφραγιστώ......
Αυτόν θα τρώει η μαύρη ξενιτιά κι εμέ τα μαύρα ράσα........
Η Μαρία του Κίτσου λέει ότι το ξέρει και η Κυρά Μαίρη (του Ρόπα)
"Ψιθύρισέ της το στο αυτί και να δεις που θα το θυμηθεί" μου είπε.
Μαρία Κυριάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου