- Τι να υπογράψουμε ρε Μιχάλη;
- Θα σας πω: όπως όλοι ξέρουμε, έφυγε κοντά και ο Οχτώβρης και δεν έχει βρέξει ακόμα. Θα χαθούνε όλα: από τσι ελιές ξεράθηκε ο καρπός απάνω, τα ζα μας δε βρίσκουνε τίποτα να φάνε, χειρότερα κι από τον Αλωνάρη, ακόμα δεν εβάλαμε τίποτα στη γη γιατί είναι όπως το τσιμέντο… αλλά θα κεράσει κανένας;
Δε πρόκαμε να τελειώσει τη φράση του και όσοι ήταν μέσα στο μαγαζί παράγγειλαν ούζο για τον Μιχάλη.
- Όχι, ένα θα πιω, γιατί θα πιω και στα άλλα μαγαζιά που θα πάω.
“Λοιπόν Μιχάλη τι μας είπες- του λέει κάποιος- για ξηρασία και τι σχέση έχει το χαρτί που μας λες να υπογράψουμε;”
-To γλέπεις που εισάστενε όλοι κουτοί και να με συμπαθάτε; Το χαρτί αυτό είναι για να βρέξει…
- Μιχάλη θα μας τρελάνεις…
- Καθόλου κύριοι. Το χαρτί αυτό είναι Αίτηση προς το Θεό, και του ζητάμε να βρέξει… και σας ρωτάω: μπορεί άλλος να βρέξει εχτός από το Θεό;
“Όχι απάντησαν όλοι” “και σας ξαναρωτάω: ο Θεός μπορεί να βρέξει; “Μπορεί” απάντησαν όλοι με ένα στόμα! Αφού λοιπόν μπορεί να μας κάμει τη χάρη να βρέξει, σκέφτηκα να πάω στο Θωμά του Ρόκου που ξέρει γράμματα, να μου κάμει μια αίτηση, να την υπογράψουμε όλοι και να τη στείλουμε στον Ύψιστο. Όταν την ετέλειωσε μου την εδιάβασε μέσα στο μαγαζί του Τόπου και την ακούσανε όλοι που ήτανε μέσα. Διαβάστε τηνε κι εσείς, αν δε σας κάνει κόπο, και αν συμφωνείτε, υπογράψτε την”
Και τότε έγινε κάτι απίστευτο: προσωπικά δεν πίστεψα που αρχίζοντας ο Μιχάλης με καλαμπούρι, τέλειωσε και με καλαμπούρι, γιατί είδα τους χωριανούς να παίρνουνε σειρά για να υπογράψουν και κατάλαβα ότι κατά βάθος πιστεύανε πως κάτι θα γίνει…
Εν τω μεταξύ είχαν έρθει και άλλοι στο μαγαζί και περίμεναν και αυτοί τη σειρά τους. Μπορεί να υπόγραφαν χαμογελώντας, δεν κορόιδευε όμως κανένας, ούτε κανένας ειρωνεύτηκε αυτή την ενέργεια του Μιχάλη, που δεν ήξερε τι θα πει κακία, κι έτσι δέχτηκα κι εγώ να υπογράψω προπαντός για να ευχαριστήσω το Μιχάλη.
Όταν όμως έπιασα το στυλό για να βάλω την υπογραφή, δεν ξέρω κι εγώ κάτω από πόσες άλλες, αισθάνθηκα μέσα μου τη βαθιά ελπίδα ότι πλέον δεν είναι αστείο αυτό που γίνεται και πως πραγματικά κάτι επρόκειτο να γίνει!
Αφού υπόγραψαν όλοι όσοι ήταν στου Τσουμπάνη, το μαγαζί που έκαμε την αρχή, ύστερα από του Τόπου που είχε φτιαχτεί η αίτηση από τον Θωμά του Ρόκου, βγήκε από του Τσουμπάνη και πήγε στου Χαρίλαου. Τον κέρασαν κι εκεί και υπόγραψαν, και από κει πήγε στου Μήτσου του Αμερικάνου.
Όταν μπήκε μέσα όλοι τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι γιατί το είχαν μάθει, και η πρώτη κουβέντα τους ήταν: κέρασε το Μιχάλη!
“Όχι ρε παιδιά ένα θα πιω γιατί θα πάω και σ’ άλλα μαγαζιά, το μόνο που θέλω είναι να μάθω αν θα υπογράψετε”
- Μα τι λες ρε Μιχάλη, και βέβαια θα υπογράψουμε βάλε την αίτηση πάνω στο τραπέζι να μη καθυστερούμε κιόλας.
Και πράγματι ήταν κι εκεί πολλοί και υπόγραφαν όλοι- μέχρι που ήρθε η σειρά του Κώστα του Κωστελλέτου- του Ντίγρη όπως τον έλεγαν στο χωριό.
-Ντίνο δεν θα υπογράψεις; Λέει ο Μιχάλης αφού τον είδε που δε σηκώθηκε από τη καρέκλα του ενώ οι άλλοι είχαν υπογράψει όλοι.
-Όχι, δεν υπογράφω Μιχάλη γιατί έχω όξω τσιμέντα και φοβάμαι μη μου βραχούν…
Εδώ ίσως ο αναγνώστης υποθέσει πως η απάντηση του Ντίνου ήταν ειρωνική. Κάθε άλλο αυτό τουλάχιστο εγώ το ορκίζομαι και η εξήγηση είναι απλή για όποιον γνώριζε τον Ντίνο καλά.
Ο Ντίνος ήταν θρήσκος και κάτι παραπάνω, και πίστεψε πως έστω και με την αίτηση του Μιχάλη υπογεγραμμένη απ’ όλους τους χωριανούς δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τη λάβει υπ’ όψη του ο Θεός και να τους κάνει τη χάρη να βρέξει.Θεώρησε την αίτηση σαν προσευχή. Για να πούμε και την αλήθεια μήπως δεν ήταν ένα είδος παράκλησης προς το Θεό για να βρέξει;
Έτσι ακριβώς σκέφτηκε ο Ντίνος και παρ’ όλα τα παρακάλια του Μιχάλη που του έλεγε “Ντίνο μου υπόγραψε και αν ο Θεός μας ακούσει και βρέξει, θα πάμε δέκα νομάτοι να τα μπάσουμε μέσα τα τσιμέντα ή να τα σκεπάσουμε με νάιλον για να μη βραχούν”…
“Όχι, δεν υπογράφω” του είπε και δεν υπόγραψε, και όσο αν φαίνεται αστείο, η άρνηση του Ντίνου να υπογράψει, ενίσχυσε την ελπίδα των άλλων που είχαν υπογράψει και ήταν παρόντες!
Όταν τέλειωσε από του Αμερικάνου, που είχε χασομερήσει με τις υπογραφές, με το κέρασμα, και με τον Ντίνο, η ώρα είχε περάσει και άρχισε να νυχτώνει, ο Μιχάλης έφυγε τρέχοντας με δύο- τρία παιδιά που τον ακολουθούσαν και πήγαινε για του Γληγόρη του Κανάρη το μαγαζί.
Εν τω μεταξύ ο καιρός άρχισε να χαλάει και αραιές χοντρές σταγόνες νερό, έπεφταν από τον ουρανό. Όπως φαίνονταν ο καιρός, ίσως και να βρεχε ενώ μια ώρα πριν ήταν πεντακάθαρος ο ουρανός!!
Όταν ο Μιχάλης ένιωσε τσι στάλες πάνω στο κεφάλι του, πηγαίνοντας προς του Γληγόρη, άπλωσε την αίτηση που κρατούσε προς τον ουρανό και πέφτανε απάνω της οι στάλες!
Την κρατούσε ανοιχτή με τα δύο του χέρια, και πήγαινε χορεύοντας προς του Γληγόρη που ήταν γεμάτος κόσμο. Είχαν μάθει το περιστατικό με τον Ντίγρη και μέχρι να φθάσει ο Μιχάλης το σχολίαζαν. Πάνω στην ώρα, μπαίνει ο Μιχάλης μέσα όλος χαρά- περισσότερο χαρούμενος απ’ όσο τον ξέραμε- και τότε άρχισαν όλοι “καλώς το Μιχάλη, γειά σου Μιχάλη, τι θα πιείς Μιχάλη” και τέτοια!
Αφού ήπιε το ούζο του ο Μιχάλης, πήρε ένα ύφος σοβαρό έδειξε τη βρεγμένη αίτηση και λέει με επισημότητα:
- Βλέπετε, αυτό χρειαζόταν για να βρέξει. Ορίστε άρχισε κι όλας κι ακόμα δεν τη στείλαμε. Ακούστε τι λέω να κάμουμε τώρα: για να πάει πιο γλήγορα να τη στείλουμε με άνθρωπο που φεύγει όπου να ναι για ‘πάνω, και όχι ταχυδρομικώς γιατί θ’ αργήσει να πάει. Λοιπόν σήμερα πέθανε ο Κώστας ο Μπούας- Θεός σχωρέστον- θα του τη δώκουμε και θα τη δώκει αμέσως θετικά… τι λέτε;
Αφού είναι έτσι είπε κάποιος ελάτε να την υπογράψουμε και γρήγορα μάλιστα. Και την υπόγραψαν όλοι όσοι ήταν στο μαγαζί.
Εν τω μεταξύ ο καιρός είχε χαλάσει για τα καλά…
Από τα μεσάνυχτα άρχισε να βρέχει και δε σταμάταγε για δεκαπέντε μέρες συνέχεια. Άνοιξαν οι ουρανοί, ούτε μια ώρα χωρίς να ρίχνει κατακλυσμό…
Την επόμενη μέρα που έβρεχε, τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν στα μαγαζιά, και όπου πήγαινε ο Μιχάλης γίνονταν δεκτός με χαρά και με κεράσματα: ότι έκαμε ο Μιχάλης, λέγανε, ο Μιχάλης μας έσωσε και τέτοια… κάποιοι, και ήταν πολλοί, πίστεψαν στην ενέργεια του Μιχάλη όπως ο Ντίγρης που έλεγε “βλέπεις που είχα δίκιο, ο Θεός άκουσε τσου περισσότερους που υπογράψανε κι έβρεξε” και οι άλλοι καμαρώνανε που τους άκουσε ο Θεός!
Αλλά και η βροχή καλή και χρήσιμη ήτανε, αλλά πόση;;
Έβρεχε, έβρεχε, πέρασε μια βδομάδα, περάσανε δύο και δεν έλεγε να σταματήσει…
Άρχισαν οι χωριανοί να πηγαίνουν στο σπίτι του Μιχάλη και να τον ρωτάνε: “πότε θα σταματήσει Μιχάλη, τι θα γίνει θα πνιγούμε Μιχάλη, θα μας πάρει το ποτάμι τα χωράφια Μιχάλη, τι του γραφες μέσα στο χαρτί του Θεού Μιχάλη, κάμε καινούργιο χαρτί τώρα για να σταματήσει Μιχάλη”…
Και ο Μιχάλης τους απαντούσε: “Ρε παιδιά, ξέρω κι εγώ; Ο Θεός μια φορά, μας έκανε τη χάρη και βρέχει… εκείνος που θα φταίει είναι ο Ρόκος που έκανε την αίτηση και- όπως φαίνεται- ξέχασε να γράψει πότε να σταματήσει ή πόσες μέρες θέλαμε να βρέξει!!
Είναι πολύ δύσκολο να αποδώσει κανείς με την πένα αυτά που έγιναν από τον Μιχάλη την (καλή καρδιά).
Σήμερα που γράφω κλείνουν οκτώ χρόνια από τον πρόωρο χαμό του.
Είναι και αυτό ένα αιώνιο Μνημόσυνο από εμένα που το έγραψα, από τους χωριανούς που δεν τον ξέχασαν, και από τα παιδιά της Αθήνας που βάζουν στην εφημερίδα τέτοια θέματα.
Βαλανειό 10 Γενάρη 1980
Παπακαβάσιλας.
Για την αντιγραφή: Χρήστος Κρασάκης (Καβάσιλας)
1 σχόλιο:
their is a dilemma inside the initial place.
--------------------------------------------
my website is
http://stoppingsmoking.us
Also welcome you!
Δημοσίευση σχολίου