Το Βαλανειό είναι ένα μικρό χωριό της βόρειας Κέρκυρας με ξακουστή μουσική παράδοση
Σάββατο 11 Αυγούστου 2012
Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012
Σάββατο 23 Ιουνίου 2012
Το Μιτσό τση Αναράϊδας
Ακόμα ένα διήγημα του Παπακαβάσιλα
Το Μιτσό τση Αναράϊδας
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ακόμα
ο κόσμος ζούσε από τη γη, κι έτρωγε τους καρπούς της, τις περισσότερες φορές
έτσι όπως τους έπαιρνε από τα δέντρα και τα φυτά, χωρίς να περνούν από φόρμες ή
μηχανήματα. Τα μόνα μηχανήματα που υπήρχαν, για να διευκολύνουν τους ανθρώπους,
ήταν οι μύλοι και τα λουτρουβιά. Όπου υπήρχε νερό, οι νερόμυλοι, και όπου δεν
υπήρχε, οι ανεμόμυλοι. Εμείς εδώ που έχουμε νερά, είχαμε τους νερόμυλους.
Στο χωριό μας υπήρχαν αρκετοί
νερόμυλοι που αλέθανε το καλαμπόκι, που πολλές φορές τους το πήγαιναν
κατευθείαν από τα χωραφούλια τους ο κόσμος το βράδυ. Όταν καθότανε ο ήλιος, και
αποκαμωμένοι ζώα και άνθρωποι πήγαιναν στα σπίτια τους να ξεκουραστούν, οι
μυλωνάδες έπιαναν δουλειά και άλεθαν νύχτα- μέρα με βάρδιες.
Υπήρχαν πελάτες από τα γύρω
χωριά, από τα πιο απομακρυσμένα, ακόμα και από τη Λευκίμη έρχονταν να αλέσουνε
μερικοί.
Στο χωριό μας είχαμε πολλούς
νερόμυλους, που οι ιδιοκτήτες τους ήταν πάντα συγγενείς. Πιο γνωστοί είναι δυο
μύλοι, που δουλεύανε μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Ο ένας ήτανε στην Ιτιά, στου
Μαριόλη, που δούλευε με νερά από πηγή, ο οποίος ανήκε στους Ζαχάτες. Οι Ζαχάτες
είναι όλοι Κρασακαίοι, και κατάγονται από τρεις γενάρχες. Τον Λάτζουνα που
είναι οι Μπουριτσαίοι, τον Δημητρέλο που είναι οι Νταλιεταίοι, και τον Νικολέτο
που είναι οι Καβασιλαίοι.
Τα σπίτια τους είναι κάτω από τον
άγ’ Αρσένη, και κάνουν ένα ημικύκλιο, αρχίζοντας από το σπίτι του Μαριγούλα,
και φθάνοντας μέχρι το σπίτι του Μπουρίτση, από κάτω από την Κούρτη.
Ακόμα τσακώνονται με τους
Μπανάτες, υπερασπιζόμενοι τον άγ’ Αρσένη!
Ο άλλος μύλος ήτανε στον Πρίνο και
δούλευε με νερά από το ποτάμι, και είχε ιδιοκτήτες Μπανάτες. Οι Μπανάτες είναι
Βασιλακαίοι, αλλά όχι από το Τετράγωνο. Το Φόρο δηλαδή. Αυτοί που είχανε τον
μύλο είχαν γενάρχη τον Θωμά τον Τζήμα. Ο οποίος ακόμα ζούσε το 1890, και άλεθε
στον μύλο στη βάρδια του!
Τα Μπανάτικα είναι η γειτονιά που
πιάνει τα σπίτια από του Μπιζίτα, του Σμπίρη, του Μπόγια, του Νταλιμάτσια, του
Τόπου, και φθάνει μέχρι το σπίτι του Θύμιου του αγροφύλακα, πίσω από του Τσάντου
το μαγαζί.
Τα σπίτια τους είναι κάτω από τον
άη Γιάκουβο, και κάνουν ένα ημικύκλιο.
Ακόμα τσακώνονται με τους
Ζαχάτες, υπερασπιζόμενοι τον άη Γιάκουβο!
Οι απόγονοι του Τζήμα είναι οι
Σμπιραίοι. Αυτοί είχανε και τον μύλο στον Πρίνο.
Σε σχέση με τους υπόλοιπους χωριανούς,
οι μυλωνάδες, από άποψη διατροφής ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση, γιατί
τουλάχιστον είχαν, πιο συχνά από τους άλλους, λίγο αλεύρι να φτιάξουν ψωμί και
να στηρίξουν το στομάχι τους, που δε δούλευε και τόσο καλά με όλα αυτά που τρώγανε
από τη γη νωπά, όταν, και όπου τα βρίσκανε.
Αυτή τη νύχτα, που αρχίζει η ιστορία
μας, είχε βάρδια στον μύλο στον Πρίνο, ο Νικόλας ο Σμπίρης.
Τέσσερις ώρες να φέξει, και δυο
να βγει το φεγγάρι, τον έπιακε φιλάτο.
Φιλάτο λέγανε τότες, το κόψιμο.
Πονοστόμαχο που άρχιζε δειλά- δειλά και κατά περιόδους, με λίγο πόνο στην
κοιλιά, μέχρι που γίνονταν συνεχής, δυνάμωνε, και ήταν ανυπόφορος.
Ήτανε νύχτα βαθιά και σκοτεινή. Ο
Σμπίρης ήταν μόνος του στο μύλο. Η μούδα του Τζήμα αργούσε.
Ο Νικόλας βγήκε όξω στο χωράφι,
κρατώντας τη κοιλιά του, και βογκώντας απ’ τους πόνους.
Τα βογκητά του τα άκουσε ο
Σταμάτης ο Τσίγκες ή Μπουμπούτσος, που γύριζε μεσ’ στο σκοτάδι, μήπως βρει να
φάει κανένα αστάκι.
Η αφέγγαρη νύχτα ήταν τότε ο τέλειος
σύμμαχος για όποιον ήθελε να πάει να κλέψει κάτι για να φάει. Δεν δούλευε με
την όραση. Δούλευε με την αφή. Βέβαια σε ότι αφορά τα αστάκια, τα πράγματα ήταν
σχετικά εύκολα. Έμπαινε μέσα στο χωράφι όρθιος, και έτσι ψαχούλευε τις
καλαμποκιές μια- μια από τον πάτο, μέχρι τα χέρια του να βρούνε γρόγκο. Αυτός ο
γρόγκος ήταν το αστάκι.
Με τα αγγούρια όμως, που οι
αγγουριές σερνότανε στο χώμα, τι έπρεπε να κάνει; Το κόλπο ήταν απλό: ξάπλωνε
μέσα στις αγγουριές, και κυλιότανε μέχρι να νιώσει γρόγκο σε κάποιο σημείο του
σώματός του. Αυτός ο γρόγκος, ήταν το αγγούρι!
Ο Σταμάτης ο Τσίγκες λοιπόν, μόλις
άκουσε τα βογκητά του Σμπίρη, άρχισε να παίρνει στροφές, και να σκέφτεται πως
με κάποιον καλό χειρισμό της κατάστασης, ίσως να ‘τρωγε κουλούρα από το μύλο,
κι όχι κανένα αστάκι ωμό, ετούτη
την αφέγγαρη βραδιά!
Πηγαίνει σιγά- σιγά εκεί που καθότανε
διπλωμένος ο Σμπίρης και βογκούσε, και του λέει με τον χαρακτηριστικό του
τρόπο, λίγο αργά και με τη μύτη: «Τι έχεις, ορέ Νίκο;»
Ο Σμπίρης δεν απάντησε, και
συνέχισε να βογκάει και να κρατάει το στομάχι του. Έγειρε λίγο το κεφάλι του,
και τον κοίταξε λοξά, όπως ήταν όρθιος από πάνω του.
«Θέλεις να σε βοηθήσω να πάμε στο
χωριό, ορέ Νικόλα;» συνέχισε ο Τσίγκες.
«Όχι… άφηκέ με, άφηκέ με… δε
μπορώ σου λέω…» έλεγε κρατώντας τη κοιλιά του απ’ τους πόνους ο Σμπίρης.
Ήταν αδύνατος, αλλά ψηλός ο Σμπίρης.
Ούτε βαρύς, αλλά ούτε και ελαφρύς. Τον ζύγισε με το μάτι ο Τσίγκες, και του
λέει: «Έλα, ορέ Νίκο, να σε βάλω καλιβούτσια, να πάμε στο χωριό να σου κάμουνε
χαμομήλι, να σε ξορκίσει και η Μάρω του Παπά, να σου περάσει…»
Απελπισμένος ο Σμπίρης, και
γνωρίζοντας πως ο Τσίγκες δεν έκανε για τέτοιες δουλειές, τι να κάνει; Μήπως
είχε και άλλη επιλογή; Μέχρι να φτάκουνε στο χωριό, θα ‘ρχότανε κι ο Τζήμας να
τον αλλάξει στο μύλο.
Δέχτηκε να τονε βάλει καλιβούτσι ο
Τσίγκες, και να πάνε έτσι, ανεβαίνοντας την Καντούνα, από τον Πρίνο στο χωριό!
Οι Βαλανίτες, που ξέρουνε το
δρομολόγιο, αμέσως θα σκεφτούν πως η Καντούνα δεν ανεβαίνεται καλιβούτσια.
Είναι αδύνατον, ακόμα και μέρα. Αφού αγκομαχάνε τα γαϊδούρια για να ανέβουν τη
γουλάδα. Μπορεί ο Σμπίρης να μην ήταν πολύ βαρύς, αλλά κι ο Τσίγκες δεν ήτανε
κανένας μπρατσωμένος, και ούτε από ‘κείνους τους τύπους που αποφασίζουν γρήγορα
να κάνουν κάτι, και το φέρνουν σε πέρας που να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα!
Για κανένα αστάκι είχε κατέβει τη
Καντούνα με τα αναραϊδικά νυχτιάτικα, για να μη τον πιάκουνε. Ψηλαφιστά,
τέσσερις ώρες να βγει ο ήλιος, και δυο το φεγγάρι.
Τέλος πάντων, χαμήλωσε όσο μπορούσε ο
Τσίγκες, κι ο Σμπίρης ανέβηκε καλιβούτσια, σφαδάζοντας από τους πόνους.
Ανακουφίστηκε κάμποσο, όπως η κοιλιά του σφίχτηκε στην πλάτη του Τσίγκε, και
πέρασε τα χέρια του στο λαιμό του για να στηρίζεται και να μη γλιστράει.
Ξεκινήσανε με όση όρεξη μπορεί να
υπάρχει σε τέτοιες περιστάσεις. Περάσανε μπροστά από τον μύλο, είδανε τον Τζήμα
που είχε πάει στη θέση του, και μετά από λίγο φτάκανε τσι Ρογκιές. Εκεί που
είναι τα αμπέλια του Τσέλη σήμερα, και είναι σιάδι ακόμα.
Εκεί λοιπόν, σταματάει κι ο
Τσίγκες και σιγά- σιγά, τον αποθώνει σε μια αποτηλιά.
Ο Σμπίρης δεν κατάλαβε το λόγο
που σταμάτησε και τον ξεφόρτωσε ο Τσίγκες. Νόμιζε πως τον απόθωκε για να
ξεμουδιάσει, και σε λίγο θα συνέχιζαν για το χωριό.
Ο Τσίγκες όμως δεν είχε την ίδια γνώμη.
Λίγο πιο πάνω άρχιζε η Καντούνα, και έτσι κι αλλιώς, δεν είχε σκοπό να την
ανέβει. Ούτε άδειος, ούτε φορτωμένος. Αυτός κουλούρα ήθελε μόνο να φάει! Και η
κουλούρα ήτανε πίσω, στον μύλο!
Αφού κατάλαβε ο Σμπίρης ότι κάτι δεν
πήγαινε καλά, λέει στον Τσίγκε: «Έλα Σταμάτη μου, πάμε να αρεβάρουμε στο χωριό,
να μου κάμουνε κανένα ντεκότο, να μ’ αλαφρώσει…»
«Δίκιο έχεις Νικόλα. Αλλά εγώ, δε
μπορώ να σε βάλω άλλο καλιβούτσια. Πράτει μπροστά, κι εγώ θα σε βαστάω από πίσω,
από τη μέση, θα σ’ αμπώνω, όπου είναι ανήφορος, και αγάλι- αγάλι, θα
αρεβάρουμε…» του λέει με την ένρινη φωνή του ο Τσίγκες!
Τι να κάμει ο Σμπίρης; Μπόρουνε,
δε μπόρουνε ξεκίνησε μπροστά, και από πίσω ο Τσίγκες τον άμπωνε… φτάσανε στους
πρόποδες της Καντούνας, που τέτοια ώρα, ήταν φίσκα στα αναραϊδικά…
Ας κάμουμε άλλη μια παρένθεση. Έχει
ενδιαφέρον.
Τα παλιά χρόνια για κάθε δρόμο
λίγο έξω από το χωριό, και σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, υπήρχε και ένας
θρύλος. Με διαόλους, με αναράϊδες, με την Κακή Ώρα, με τον Μώρο, τη Μονοβύζα,
με το μιτσό τση αναράϊδας που ήτανε κουτσό, και το είχαν δει να πρατεί πότε
μπροστά, και πότε πίσω από τα αναραϊδικά, και να αλλάζει, και να γένεται πότε
ασκί, πότε γάϊδαρος, και πότε τράος με τεράστια στριμμένα κέρατα!
Τα περισσότερα από αυτά τα παραμύθια,
τα ‘βγαζε ο Σουβλάκης. Όλοι τα πιστεύανε, και κανένας δεν τα πίστευε. Όλοι
ύστερα φοβότανε να περνάνε από τα συγκεκριμένα σημεία, και κανένας δε φοβότανε!
Στο γιοφύρι τση Κουρκούλενας, ήτανε το
στρατηγείο των ξωτικών! Από κει ξεκινούσε το κακό. Στο δρόμο για τους
Κυπριανάδες, στον Σταυρό, ήταν άλλα ξωτικά. Στα Πάνωμπέλια, έξω από τον άη
Νικόλα ήταν άλλα, που έβγαιναν από τα κιβούρια, και ξαναμπαίνανε, και φέγγανε
όπως οι κωλοφωτιές.
Στο δρόμο για τσι Αγορές ήτανε η
Μονοβύζα, στο χωράφι του Τσέργα. Μια αναράϊδα που στο κέντρο του στήθους της
είχε ένα τεράστιο βυζί. Που για να μην την εμποδίζει όταν κατέστρεφε τα σπαρτά,
του ‘δινε μία… και το πέταγε στον ώμο της, και έφτανε πίσω μέχρι τη μέση της. Ο
Τσέργας δεν είχε φυτέψει ποτέ τίποτα εκεί. Μόνο μια χρονιά που είχε βάλει
αγγουριές, μόλις μεγάλωσαν και άρχισαν να καρπούν, ένα πρωί τις βρήκε όλες
πατημένες, λες και κάποιος πήγε τη νύχτα και… κυλιότανε απάνω τους!!
Στο δρόμο για τα Κρασακάτικα, στο
Πηγάδι τση Μαρούλως, ήτανε η Κακή Ώρα. Αυτή, τελείως ξεδιάντροπη, έβγαινε το
μεσημέρι. Από τσι δώδεκα μέχρι τσι τέσσερις. Όποιος περνούσε τέτοια ώρα από κει
τον έπιανε σκοτούρα, του φεύγανε τα ζα και ο γάϊδαρος, και πηγαίνανε μόνα τους
στο χωριό! Κι αν έριχνες το σίκλο για να βγάλεις νερό, άκουγες παράξενες φωνές,
και δε μπόρουνες να τονε τραβήξεις έξω απ’ το πηγάδι μετά!
Μέσα στα χωράφια του Μπάρου ήτανε ο
Μώρος. Ο φοβερός και τρομερός γέρος, με τα άσπρα μαλλιά, μ’ ένα παλούκι στο ένα
χέρι, ένα κασσάρι στο άλλο, και με άγριες σεξουαλικές διαθέσεις! Καμία γυναίκα
δεν τολμούσε να πάει στου Τρουμπάνη. Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια!
Και για τον Πρίνο φυσικά ήταν η
Καντούνα! Είκοσι μέτρα πιο πάνω, από κει που ξεφόρτωσε τον Σμπίρη ο Τσίγκες!
Γιομάτη ξωτικά και αναράϊδες.
Εκεί ήτανε και η μεγάλη αναράϊδα που κρατούσε το μιτσό της από το χέρι.
Βγαίνανε τέτοια ώρα και κάνανε πράματα φρικτά!
Τι κάνανε ακριβώς, κανένας δεν
ήξερε να σου πει, εκτός απ’ τον Σουβλάκη που τα σκάρωνε κατά περίσταση!
Εκεί που είναι η απότομη ανηφόρα,
και λίγο παραπάνω που το στρατί πάει για τον Ασώματο, είναι φίσκα στα
αναραϊδικά.
Ακόμα και τώρα, για να περάσει
τέτοια ώρα χωριανός από κει, πρέπει να είναι ή πολύ θαρραλέος ή πολύ πονηρός!
Οι φίλοι μας- και οι δυο- είχαν
το ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα!
Λίγο πριν, όταν είχαν αρεβάρει στο
στρατί που πάει για τσι Παλιοφυτιές, ο Τσίγκες είχε αρχίσει να μαζεύει πέτρες
και να τσι βάνει στη μπούρσα του.
Εδώ λοιπόν, είκοσι μέτρα πριν το
σημείο με τα ξωτικά, αφήνει τον Σμπίρη μόνο του, πηγαίνει δέκα μέτρα μπροστά,
τον καταπίνει το σκοτάδι, και αρχίζει να πετάει τις πέτρες πάνω σε μια μεγάλη
αποτηλιά, ώστε να χτυπάνε εκεί, και ύστερα λόγω της κατηφόρας, να γυρίζουν πίσω
και να προσγειώνονται στο σιάδι. Εκεί που περίμενε ο Σμπίρης, και, που- λίγο
πιο κάτω- εξαντλούσανε τη φόρα τους.
Μια μεγάλη πέτρα πέρασε με θόρυβο
δίπλα του, προχώρησε με φόρα προς τα κάτω, πέρασε ανάμεσα από τα ποδάρια του
Σμπίρη, και σταμάτησε λίγο πιο κάτω στο σιάδι.
Ο Σμπίρης σκιάχτηκε, και
βογκώντας έβαλε τις φωνές.
Τα χρειάστηκε όμως και ο Τσίγκες,
που από ένα σημείο και μετά, δεν ήταν σίγουρος ότι όλες αυτές οι πέτρες που
ξαναγύριζαν πίσω, ήταν οι δικές του!
Άρχισε να σταυροκοπιέται και να λέει:
«άη Νικόλα που είσαι απόπερα, άγια Τριάδα, βοήθα…» και πέταξε γρήγορα άλλες δυο
πέτρες που του είχαν μείνει, με όση δύναμη είχε. Και όλες αυτές οι πέτρες, λόγω
της κατηφόρας, ξαναγύριζαν πίσω. Πέρναγαν με θόρυβο δίπλα από τον Σμπίρη που
στο τέλος τα χρειάστηκε ακόμα περισσότερο!
Τώρα ο Τσίγκες αποφάσισε να ρίξει το
τελευταίο του χαρτί στο παιγνίδι, που αν κέρδιζε, θα ‘τρωγε κουλούρα, και ίσως
έπινε και κρασί!
Γυρίζει πίσω τρομοκρατημένος και
σταυροκοπούμενος, στέκεται μπροστά στον Σμπίρη και άρχισε να λέει: «Οπω- πω,
ορέ… άγια Τριάδα και άη Νικόλα μου βοήθησε… Εγώ Νικόλα μου δε πρατώ άλλο. Δεν
πάω στο χωριό… Φοβάμαι μη με φάνε… Είναι όλα εκεί και χαλάσανε τη τροχαλιά του
Τάτση του Γαϊδάρου… Επελήσανε κάτι αγκωνάρια όπως ο Ορθόλιθος… δεν είδες; Είναι όλα μαζί… και κείνο το μιτσό…
το κακό, το βαστάνε από το χέρι να μη τσου φύγει… τώρα εγίνηκε σα διαολίτσι, με
κέρατα από κρέας και με μούτρο γρουνιού… Φοβάμαι, τρέμω Νικόλα… Θα σε περιμένω
στον μύλο… φεύγω… αρρώντα… κάμε ό,τι θέλεις.»
Και παίρνει τη κατηφόρα να
γυρίσει στον Πρίνο απ’ όπου είχαν ξεκινήσει!
Τα πατήματα τα ήξερε καλά. Το σκοτάδι
δεν τον εμπόδιζε, και σε πέντε λεπτά έφτασε στο χωράφι του Ζαχαρία, που ήταν
απέναντι από τον τράφο, και περίμενε να δει τι θα έκανε ο Σμπίρης.
Θα γύριζε πίσω στον μύλο ή θα
πήγαινε στο χωριό μόνος του; Ή… θα πάθαινε τίποτα… άρχισε να ανησυχεί λιγάκι!
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Σε
δέκα λεπτά, τον ακούει απέναντι από το ποτάμι, στο χωράφι του Καρέτα!
Ησύχασε, και κίνησε κι αυτός
σιγά- σιγά. Όταν τον αρέβαρε του λέει με τη μύτη: «Σου πέρασε Νικόλα μου το
κόψιμο;»
Ο Σμπίρης δεν απάντησε και
τράβηξε για τον μύλο. Πήρε και ο Τσίγκες το κατόπι του χαμογελώντας
ικανοποιημένος. Τα πράγματα πήγαιναν απροσδόκητα καλά!
Σε λιγάκι είδανε στο φως τση
λαδοφωτιάς του μύλου, τον άλλο μυλωνά, τον Τζήμα, που άλεθε τα «αποθωτά».
«Αποθωτά» λέγανε οι μυλωνάδες, τα
αλέσματα, που άφηναν οι αλεσματάρηδες, για να τα αλέσει αργότερα μόνος του ο
μυλωνάς.
Μόλις μπήκανε μέσα στον μύλο, ο
Σμπίρης δεν φαινότανε να πονάει, και ο Τσίγκες όλο γλύκα του λέει: «Γλέπω
Νικόλα, που σου πέρασε το κόψιμο τέλεια! Δόξος ο Θέος!…»
«Γελάς κακούργε. Που μ’
απαράτησες στη Καντούνα, ε; Φεύγα από ‘δω. Θα σε τσακίσω μ’ αυτό που μου
΄καμες.» Είπε ο Σμπίρης, και τον εξεμπούρισε με ένα ξύλο.
Φυσικά ο Τσίγκες δεν έφυγε. Το είχε
πάρει το παιγνίδι. Έκατσε όξω από τον μύλο, όσο να περάσει η χολή του Νικόλα.
Και δεν εμπήκε μέσα, ίσιαμέ που τον φώναξε ο ίδιος!
Και φάγανε όλοι μαζί, την κουλούρα που
εντωμεταξύ είχε ετοιμάσει ο Τζήμας!
Την κουλούρα την άγινη από
καλαμποκάλευρο!
Φάγανε και οι τρεις. Έπιανε και
μια κολώκα κρασί, και πέσανε στα βράχλα και κοιμηθήκανε…
Όσο για τον Νικόλα το Σμπίρη;
Ποτέ δεν τον εξανάπιακε το
στομάχι του, από ‘κείνη τη βραδιά, μέχρι που πέθανε από άλλη
αρρώστια…
ΠαπαΚαβάσιλας
Βαλανειό- Κέρκυρα- 1972.
Χρήστος Κρασάκης- 2012
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012
Αποσπάσματα από την λειτουργία στο Αγιαρσένη
Μερικά αποσπάσματα απο την Λειτουργία της προηγούμενης Κυριακής στην εκκλησία του Αγιαρσένη στο Βαλανειό.
Ο Παπασταμάτης και στους ψάλτες ο Θοδωρής , ο Αλέκος, η Αννούλα και ο Δημήτρης.
Αν βρεθήτε στο χωριό μην την χάσετε.
Δυστυχώς η κάμερα δεν είναι επαγγελματική και η εγγραφή δεν είναι καλή.
Ο Παπασταμάτης και στους ψάλτες ο Θοδωρής , ο Αλέκος, η Αννούλα και ο Δημήτρης.
Αν βρεθήτε στο χωριό μην την χάσετε.
Δυστυχώς η κάμερα δεν είναι επαγγελματική και η εγγραφή δεν είναι καλή.
Σάββατο 19 Μαΐου 2012
Σπύρος Χαρτοφύλακας ο Μαέστρος
του Χρήστου Κρασάκη
Τούτες τις μέρες που ο άνεμος μας
κυνηγάει, και όση προσπάθεια και να κάνεις, στο δρόμο, στις τηλεοράσεις ή στο
διαδίκτυο να ξεχωρίσεις κάποιο πρόσωπο που νάχει το κάτι τις του, δεν τα
καταφέρνεις, καμιά φορά λοξοδρομεί ο λογισμός σου και χάνεται σε πρόσωπα του
παρελθόντος. Σε πρόσωπα, που το καθένα κάτι είχε να σου πει.
Βλέπεις ανθρώπους να μιλάνε, να μιλάνε
συνεχώς, με ανέκφραστα προσωπεία, να λένε όλο «εγώ κι εγώ», να φωνάζουν όλοι
μαζί για να δικαιωθούν- από ποιόν;- κάποιοι λένε και «εμείς κι εμείς», και σου
μένει στο τέλος μια πίκρα. Μια αίσθηση κενότητας, ένα τίποτα.
Πρόσωπα φίσκα στο μεϊκάπ, με βαμμένα
μελιτζανί ή κατάμαυρα τα κεφάλια τους, να μιλάνε για τη φτώχεια και την αδικία,
για παιδιά που δεν έχουν να φάνε ψωμί, για τους ανθρώπους που αυτοκτονούν, που
χάνουνε τη δουλειά τους και το σπίτι τους.
Σκηνοθετημένοι, κάθονται γύρω από κάτι
μεγάλα παράξενα τραπέζια, λες και κατέβηκαν τώρα δα, από το φεγγάρι, για να μας
πουν αυτά που βλέπανε τόσο καιρό από ψηλά, και δεν άντεξαν άλλο, και κατέβηκαν
να βάλουν κάποια τάξη, και μετά να ξαναγυρίσουν στη πατρίδα τους, το φεγγάρι.
Εντόπισα κάποια γερμανίδα πρωθυπουργό,
με δυο λοξά αυλάκια στο πιγούνι της, όπως αυτά που κάνουνε οι σκιτσογράφοι, στα
πρόσωπα που θέλουνε να δείξουν βλοσυρά. Είπα στον εαυτό μου, «μην κατακρίνεις
κανέναν». Ύστερα από λίγο, είδα πάλι κάποιο γερμανό υπουργό να κάθεται σε
αναπηρικό καρότσι, και να μιλάει σα να φτύνει, έχοντας τα ίδια σημάδια
κακότητας, ζήλιας, και φόβου, μη του κλέψει κανένας το πορτοφόλι. Όπως έβανε το
χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού του να ελέγξει αν είναι ακόμα εκεί- το
πορτοφόλι- έμοιαζε με καρικατούρα της καρικατούρας του Ναπολέοντα.
Είπα στον εαυτό μου, αναγκαστικά
κοιτάζοντας προς τα πίσω, στο παρελθόν, «ρε πως καταντήσαμε».
Ύστερα σκέφτηκα πάλι ότι- αφού ο
άνθρωπος είναι αναγκασμένος από τη φτιάξη του, να μαζεύει εμπειρίες στο παρόν,
να καταγράφονται στο παρελθόν, και μ’ αυτές να διαμορφώνει το μέλλον- τα πράγματα
δε θα ‘ναι και τόσο δύσκολα.
Έβαλα δίπλα στα πρόσωπα των ανόητων
πολυλογάδων τα πρόσωπα τόσων και τόσων ανθρώπων που έχουν φύγει από κοντά μας.
Καμία σύγκριση. Έβαλα πολλά μαζί, να μιλούν, να τσακώνονται, να χορεύουν στα
πανηγύρια, να δουλεύουν στα εργοστάσια, στις οικοδομές, στα χωράφια, να
κατεβαίνουν στις απεργίες, να τραγουδάνε μόνα τους, ή όλα μαζί οργανωμένα με
τις χορωδίες… καμία σύγκριση.
Μα τι έγινε ξαφνικά; Κατέβηκε κάποιος
και μας σημάδεψε με δυο γραμμές κάτω απ’ το πιγούνι; Πως πορευόμασταν τόσα
χρόνια, με μια χαρά πιγούνια, και τώρα πηγαίνουμε στη δουλειά μας, και πέφτουμε
από τα μπαλκόνια για να αυτοκτονήσουμε;
Δε μπορώ να το πιστέψω, και, πιστέψτε
με, στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να πιστέψω και τους φίλους μου, που
μου λένε πως το πρόβλημα είναι «συστημικό». Μπορεί να είναι και λίγο έτσι, δε
λέω, αλλά είναι και αλλιώς.
Πως κρατάμε τα χαρτιά όταν παίζουμε
τράπουλα; Έτσι αναγκάστηκα τώρα να σκέφτομαι για να τα βγάλω πέρα. Είναι κόλπο,
και είναι απλό. Όταν βλέπεις ας πούμε τον γερμανό υπουργό οικονομικών και
αρχίζεις να παίρνεις ανάποδες, κλείνεις τα φύλλα, τα ανακατεύεις, και τα ξανά
ανοίγεις, σαν βεντάλια. Όπως στην τράπουλα. Ο γερμανός έχει πάει στο τέλος.
Ίσα- ίσα που φαίνεται μια γωνίτσα του, ούτε μάτια, ούτε πιγούνι. Πρώτο φύλλο, ο
Μάνος Χατζιδάκις, στη δική μου περίπτωση.
Όποιος το κάνει οργανωμένα θα με
θυμηθεί. Είναι ένα όπλο φοβερό σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Μπορείς να
ζεις και να παλεύεις, έχοντας σε πρώτο πλάνο τον Χριστό, τον Τσε Γκεβάρα, τον
πατέρα σου, τη μάνα σου, την Παναγία, τη Σωτηρία Μπέλου, τον Μάρκο, τον
Οδυσσέα, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Μότσαρτ, τον
Μπετόβεν και τον Μπαχ. Τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και τον Ηράκλειτο… μπορείς να
βλέπεις τον πατέρα σου και τον νονό σου να δακρύζουνε από χαρά κοιτάζοντας το
χωραφάκι με τις περήφανες πατάτες, με το λίγο μπλε του χαλκού, και κείνο το
σπασμένο άσπρο στα άνθια τους. Το βαθύ και δυνατό πράσινο στα φύλλα τους. Και
την προσμονή, την προσμονή για το θαύμα κάτω από την ήμερη γη που τρίζει. Ύστερα
το νερό. Να ακούσεις το νερό να μοιράζει την ενότητα. Να συγκολλά αταίριαστα
μεταξύ τους στοιχεία, και να οπλίζει τις ανίκητες ρίζες με δύναμη για να
θρυμματίζουνε τις πέτρες, και να τις κάνουν χώμα. Χώμα όμορφο και μαλακό που
μοσχοβολά στο πέρασμα του χρόνου.
Τότε όλες αυτές οι φάτσες που σε
βασανίζουν τούτο τον καιρό, μαζί με τα εγώ τους και τα βαμμένα τους μαλλιά,
μαζί με τις ανοησίες τους, μαζεύονται όπως τα φύλλα της τράπουλας σε μια γωνιά
του τραπεζιού, η μια πάνω στην άλλη, ανάποδα, σαν φύλλα που έχουνε
περάσει, που δεν ήτανε καλά, κι ούτε να τα βλέπεις δε θέλεις πια.
Μια μέρα που με αυτό τον τρόπο
προσπαθούσα να βγάλω από μπροστά μου, κάποιον ευρωπαίο που έκανε σαν τρελός μη
χάσει τα λεφτά του, έρχεται πρώτο φύλλο ο Σπύρος ο Χαρτοφύλακας. Ο δάσκαλος της
χορωδίας, ο μαέστρος.
Εχάρηκα. Συγκινήθηκα. Άρχισα να θυμάμαι.
Τι να πρωτοθυμηθείς όμως; Είναι σα να ανοίγεις ένα μαγαζί. Ένα παλαιοπωλείο
γεμάτο χιλιάδες όνειρα μέσα, που το κάθ’ ένα σε προσκαλεί και το ακολουθείς σαν
ονειροβάτης. Βγαίνεις έξω από τον τόπο και το χρόνο, γελάς και κλαις μόνος σου.
Βιώνεις ξανά μια άλλη ζωή, που και αυτή ήταν δική σου κάποτε. Που έβλεπες έναν
άνθρωπο να κλαίει από ευχαρίστηση για κάτι που έφτιαξε κάποιος άλλος άνθρωπος.
Τρελά πράγματα. Όμως αληθινά μέχρι κεραίας.
Ήτανε γύρω στα 1970, που
επανακυκλοφόρησε (πρώτη έκδοση 1965) σε βινίλιο, η μουσική και τα τραγούδια του
Μάνου Χατζιδάκι από δυο θεατρικά έργα, που παίζονταν εκείνη την εποχή ή λίγο
πιο πριν. Το Παραμύθι Χωρίς Όνομα της Π. Σ. Δέλτα, σε στίχους του Ιάκ.
Καμπανέλλη, και ο Ματωμένος Γάμος του Φ. Γκ. Λόρκα, σε μετάφραση του Νίκου
Γκάτσου.
Εκείνη την εποχή για μας τα παιδιά, ήταν
σα να κυκλοφορούσε τώρα, ένας δίσκος- ξέρω ‘γω- του… Ρέμου. Ήταν είδηση, και
ειδικά σε ‘μας που ήμασταν χορωδοί. Υπάρχει, όπως σε πολλά έργα αυτού του
πανέξυπνου ανθρώπου, ένα κάτι που σου μαγνητίζει το μυαλό, και σου στρογγυλεύει
την ακοή. Ακούς ήχους που σου θυμίζουν πράγματα όμορφα και λαμπερά, ενώ μπορεί
να μιλάνε για πόλεμο ή για κάποιο φονικό.
Έτσι λοιπόν κι εγώ, μέχρι να πάρει
χαμπάρι ο δάσκαλος για το δίσκο, τον είχα μάθει κι όλας απ’ έξω. Όλα τα
τραγούδια στη σειρά, να τα τραγουδάω, και τα ορχηστρικά καρφωμένα μέσα στο
μυαλό μου να τα σκέφτομαι λίγο πριν κοιμηθώ σαν προσευχή.
Μερικά τραγούδια, μου είχαν κολλήσει και
τα ψιθύριζα συνέχεια χωρίς να θέλω.
Με άκουσε ο δάσκαλος…
Κάναμε πρόβα για κάποια συναυλία, σε
κείνο το σπιτάκι στην αγία Βαρβάρα στη Δάφνη.
Τραγουδούσα, «κουβάρι, κουβαράκι/ τι λες
να τραγουδήσεις;/ Λαβωματιές κερένιες,/ καημούς από μυρτιά./ Η χαραυγή θα
γιάνει/ τον πόνο της νυχτιάς./»
Ο δάσκαλος από τη χαρά του δάκρυσε. Από
τη χαρά του τίναζε- ξετίναζε- τον ώμο του. Έκλεινε και άνοιγε απότομα τα μάτια
του. Θέριευε το τικ που είχε… Έκανε μπάσο. Ύστερα έκανε βαρύτονο. Μετά έκανε
σιγόντο. Κατόπιν έκανε πρίμο!
Όλα αυτά όρθιος, φυσώντας το διαπασών,
και περπατώντας από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη. Όταν έφτανε
στην άκρη και δεν είχε άλλο χώρο να προχωράει, νόμιζες πως θα περάσει μέσα από
τον τοίχο και θα φύγει, και ασυναίσθητα κοίταζες προς την εξώπορτα όπου θα
έμπαινε όταν θα γύριζε!
Είχε κόσμο πολύ εκεί.
Τον ξέραμε το δάσκαλό μας.
Ήξερε να λέει «φχαριστώ», και να δέχεται
την ανωτερότητα κάποιου άλλου τη δεδομένη στιγμή. Εκείνη την ώρα ήταν ο
Χατζιδάκις που έπρεπε να ευχαριστήσουμε. Άλλη ώρα ήταν ο δάσκαλός μας. Έτσι
είναι η ζωή. Δεν είναι όλα ισοπεδωμένα. Δε βουλώνουμε τα αυτιά μας ώστε να
ακούμε μονάχα τη δική μας φωνή, κι όταν ακούμε τους άλλους να μιλούν, με τη
δική τους, μας κακοφαίνεται. Αυτό κάνει και ο Σόϊμπλε και είδατε τι έπαθε…
Θεός φυλάξει…
Χρήστος Κρασάκης.
Αθήνα- 15 Μαΐου 2012
Δευτέρα 14 Μαΐου 2012
Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012
Έγκλημα Στο Φόρο
Έγκλημα Στο Φόρο
Μια Ιστορία Του 1880
Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά στο Φόρο, και ο Θωμάς καθότανε στο πεζούλι του Στόδουλου. Ακριβώς στη γωνία που στρίβει ο δρόμος για το μαγαζί του Χαρίλαου.
Ντυμένος και αυτός με τα καλά του σκουτιά, τα καινούργια του τσαρούχια, που τα καμάρωνε, και την άσπρη του τρίτσα κατεβασμένη τόσο όσο να μπορεί να γλέπει τι γινότανε γύρω του. Και το μαχαίρι που έσφαζε τσου χοίρους, πάντα περασμένο στη μέση του. Στο πανί που έζωνε τη μπραέσα του.
Είχε βάλει το ένα ποδάρι πάνω στ’ άλλο. Δεν ήθελε να συναντηθεί το βλέμμα του με αυτό τση Θανασιάς. Από τότε που χωρίσανε, τσι Αγορές, ορκίστηκε να μην τη ξανακοιτάξει.
Μπροστά του, και σε απόσταση ενός μέτρου, πέρναγε ο χορός. Ήτανε απλυχώρια. Αν ήθελαν μπορούσαν να χορεύουν χωρίς καθόλου να τους εμποδίζει το ποδάρι του.
Η Θανασιά όμως, μόλις έφθανε κοντά του, τίναζε τους γοφούς της, και τα ροκέτα της ακουμπούσαν στο ποδάρι του Θωμά.
Ο Θωμάς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε κι η Θανασιά όμως έκανε πίσω.
Ο κόσμος έβλεπε αυτό που γινότανε, και το σχολίαζαν, άλλοι από μέσα τους, και άλλοι ψιθυριστά μεταξύ τους. Ο τόπος μύριζε φασαρία. Αυτό που γινότανε ήταν κάτι πρωτοφανές. Κάτι που οι πρωταγωνιστές πρέπει να είχαν πολύ θάρρος για να το κάνουν. Σαν κάτι να τους έσπρωχνε από μέσα τους, χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν και να του αντισταθούν. Αυτό που έκαναν, μεσ’ στο Φόρο, τους έβγαζε από τα όρια. Τα όρια όμως, που άλλοι είχαν βάλει εκεί που βόλευε τους ίδιους. Και, αυτά τα όρια, αλλάζουνε πολύ δύσκολα, ακόμα και με αίμα καμιά φορά, και τότε πάλι, μπορεί να μη γίνει τίποτα.
Ο Νικόλας ο Βελαδής, του Κανάτη, από οικογένεια πλούσια με εκατό αλεσιές ελιές, δεν άντεξε να γλέπει αυτό που πήγαινε να γίνει. Φεύγει να τα πει στο Νοδάρο. Του τα ‘πε όμως ανάποδα:
Αντί να του πει, να πάει να μαζέψει την αδερφή του που με τα ροκέτα της ακουμπάει το ποδάρι του Θωμά, του είπε, πως ο Θωμάς ακουμπάει με το ποδάρι του, τα ροκέτα τση αδερφής του.
Ο Κανάτης, όπως και ο Νοδάρος, ήταν προκατειλημμένοι απέναντι στο Θωμά. Μπορεί να μην ήταν άρχοντες. Ο ένας ήταν Χτηματίας όμως, κι ο άλλος ήτανε Γραμματιζούμενος. Αυτές οι «τάξεις», δεν είχαν Παρτσινέβελο. Ήτανε οι ίδιοι παρτσινέβελοι στα σπίτια τους.
Ο Νοδάρος μόλις το άκουσε έγινε πράσινος απ’ το κακό του. Να του κάμει τέτοια προσβολή μεσ’ στο Φόρο ένας χωριάτης, ο γιός του Γιάννη του Βαγιωνίτη, ο Θωμάς;
Έτρεξε προς το Φόρο, και μόλις έφτασε στη γωνία του Ντίγρη, με τα ίδια του τα μάτια είδε την αδερφή του να σέρνει το χορό ξαναμμένη, το Θωμά να κάθετε στο πεζούλι με το ένα πoδάρι πάνω στ’ άλλο, και σε κάθε κύκλο του χορού, να ακουμπάνε τα ροκέτα της, στο ποδάρι του. Είδε τσου χωριανούς, να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, και άλλους να κοιτάζουνε τα τεκταινόμενα με νόημα.
Φεύγει αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση. Πάει στο σπίτι του, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι μυτερό, το βάνει στη μέση του, και γυρίζει στο Φόρο. Προχωράει με σταθερό βήμα εκεί που καθότανε ο Θωμάς, και του λέει: «Σήκω ‘πάνω και ακολούθησέ με να σου πω κάτι.»
Ο Θωμάς τον ακολούθησε. Δεν συνηθιζόταν να φέρνει ο χωριάτης αντίρρηση σε γραμματιζούμενο. Αλλά και δεν μπορούσε σε κείνο το σημείο να κάνει κάτι διαφορετικό.
Όταν πέρασαν το σπίτι του Μπεκιαρή- το σημερινό κουρείο- και έστριψαν στη γωνία τση Ρίτσας του Τσουμπάνη, ο Νοδάρος χωρίς πολλές εξηγήσεις του λέει: «Αυτό που έκαμες θα το πλερώσεις με τη ζωή σου». Και πριν προλάβει να αντιδράσει τον ρίχνει κάτω λέγοντάς του, «τώρα θα σε σφάξω, για την ατιμία που μού ‘καμες». Και όπως τον είχε κάτω ανάσκελα, βγάνει το μαχαίρι, που άστραψε η λάμα του, και άσκωσε το χέρι του για να σημαδέψει στην καρδιά του Θωμά.
Ο Θωμάς είδε το μαχαίρι στο χέρι του Νοδάρου. Δεν υπήρχε χρόνος. Μόνο μια στιγμή, μέχρι να καρφωθεί το μαχαίρι στην καρδιά του.
Πρόλαβε ο Θωμάς, και τράβηξε το δικό του μαχαίρι απ’ το ζωνάρι- το είχε πάντα εκεί, γιατί έσφαζε χοίρους- που ήταν στενό και μακρύ, και το χώνει στη κοιλιά του Νοδάρου. Η πόντα του βγήκε από την άλλη μεριά, κόβοντας από όπου πέρασε όσα άντερα βρήκε στο δρόμο της.
Το μαχαίρι του Νοδάρου, γλίστρησε από τα χέρια του, κι αυτός έπεσε στο χώμα ψυχομαχώντας…
Το σπίτι του Θωμά ήταν απέναντι από τση Θανασιάς, στην άκρη του χωριού. Εκεί ήτανε και τα καλύβια με τα ζωντανά, δίπλα στις κουζίνες. Τώρα τα χωρίζει ο δημόσιος δρόμος. Τότε δεν υπήρχε δρόμος πουθενά στο χωριό. Ένα μονοπάτι ένωνε όλες της γειτονιές του. Όπου περνάγανε τραφούδια, βάζανε δυο μεγάλους τραφόγουλους, πατούσανε απάνω και πέρναγαν, άμα είχε νερά. Αυτά ήταν τα γιοφύρια.
Ο Θωμάς ήταν τότε είκοσι δύο χρονώ. Η Θανασιά ήταν είκοσι. Όμορφη κοπέλα. Όλοι οι νέοι του χωριού, φιλοδοξούσαν ένα βλέμμα της. Όχι όμως οι φτωχοί. Αυτοί ούτε που το σκέφτονταν.
Κάθε πρωί έβγαινε να φωνάξει τσι κότες της. Να τσι ταΐσει. Να ιδεί για τσι πρατίνες. Για τη γίδα, το χοίρο. Να τα συγυρίσει όλα.
Ο Θωμάς έβγαινε έξω απ’ το σπίτι του, και καθότανε πάνω σε ένα παλιό λιθάρι από λουτρουβιό, που ήταν εκεί απαρατημένο. Από ‘κει έγλεπε όλα τα καλύβια και την κουζίνα της, και δεν το κουνούσε, παρά μόνο όταν έφευγε η Θανασιά.
Η αλήθεια είναι που δεν καθότανε χάρισμα εκεί ο Θωμάς. Μπορεί να μην αντάλλαξαν ποτέ κάποια λέξη. Όμως τι να τσι κάμουνε τσι λέξεις, αφού τα λέγανε όλα με τα μάτια τους;
Μέχρι πότε όμως, θα κρατούσε αυτό το μαρτύριο;
Άρχισαν, δίχως να έχουν συνεννοηθεί, να κάνουν σχέδια πώς να καταφέρουν να μιλήσουν μεταξύ τους.
Τον πόνο του ο Θωμάς τον εξομολογήθηκε στον φίλο του τον Κωσταντή. Εκείνος το είπε στην Αγγελική την αρραβωνιαστικιά του. Αυτοί ήτανε από την ίδια «τάξη», κι ο αρραβώνας και ο γάμος ήταν σχετικά εύκολο να γίνουν.
Η Θανασιά όμως; Μήτε να το σκεφτεί δεν ημπόρουνε. Η οικογένειά της ήταν ελεύθερη από παρτσινέβελο, αλλά είχε και γραμματιζούμενο. Και μάλιστα όχι από τη Χώρα, αλλά από το χωριό. Πράγμα σπάνιο. Δεν επιτρέπονταν να κοιτάξει το Θωμά, ούτε κι Θωμάς αυτήνε. Φοβόταν μην το μάθουν οι δικοί της. Και προπαντός ο αδερφός της ο Νοδάρος. Που μιλούσε με τον άρχοντα σαν ίσος προς ίσον. Και λέγανε για δουλειές, για την πολιτική, για κανένα ρουσφέτι, κανένα διορισμό, και για τόσα άλλα πράγματα. Μόνο για τους χωριάτες δεν καταδέχονταν να μιλήσουνε. Ακόμα και τη θυγατέρα του άρχοντα μπόρουνε να κοιτάξει ο Νοδάρος ή να τον κοιτάξει κι εκείνη, χωρίς να γίνει καμία φασαρία στο χωριό. Πράγμα αδιανόητο για έναν χωριάτη όπως ήταν ο Θωμάς. Που περίμενε από τον άρχοντα να πάρει κάποιο παλιοτσέργουλο να βρακωθεί, ή να σφάξει κάποιο χοίρο, που τότε είχανε τα περισσότερα σπίτια.
Ο Θωμάς είχε γίνει η σκιά της. Όταν σήκωνε τα μάτια της, τον έβλεπε μπροστά της.
Απέφευγε να τον συναντήσει στο δρόμο. Κοκκίνιζε. Έτρεχε σαν αγρίμι, μήπως δει κανένας στο χωριό, που συναντήθηκε με το Θωμά. Που τον άγγιξε με το ροκέτο της στη στράτα.
Η οικογένειά της, ήταν ελεύθερη από Παρτσινέβελο, γιατί είχε δικό της χτήμα. Γι αυτό είχε και αδερφό γραμματιζούμενο. Όμως η Θανασιά δεν ήτανε περήφανη γι αυτό. Ήτανε απλή κοπέλα, και είχε φιλενάδες που την αγαπούσαν και ήταν πρόθυμες να της συμπαρασταθούν.
Μια μέρα που καθότανε έξω από την κουζίνα, της είπε ο Νοδάρος, «Κακομοίρα μου. Κάπου έμαθα που σε κοιτάζει εκείνος ο σφάχτης ο Θωμάς, από απέναντι. Και πως κι εσύ δεν είσαι αδιάφορη. Στο λέω για πρώτη και τελευταία φορά. Μη μάθω που του μίλησες για ερωτοδουλειές, γιατί θα σε κουρέψω. Κι αυτόνε θα τονε διώξω από το χωριό».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν ήταν δύσκολο για το χωριό να καταλάβει τι γίνεται. Όλοι ξέρανε για το Θωμά και τη Θανασιά, και ο καθένας μπορούσε να πλάθει με τη φαντασία του ό,τι σενάριο του κάπνιζε.
Έπρεπε κάτι να γίνει. Μήπως δεν ήτανε κι αυτή κοπέλα; Η κάθε κοπέλα κάποιον κοίταζε. Μερικές τον κοίταζαν χωρίς να φοβούνται. Άλλες του μιλούσανε κι όλας. Και όλες περίμεναν την κατάλληλη ώρα να συναντηθούνε και να μιλήσουνε. Η Θανασιά γιατί;
- Θανασιά, έχω κάτι να σου πω, της λέει μια μέρα η φίλη της η Μάρω. Δε θέλω όμως να με κατηγορήσεις γι αυτό που θ’ ακούσεις. Δεν είμαι η πιο καλή φιλενάδα σου; Έχεις κανένα λεμέντο από εμέ;
- Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά ορή Μαρία, τι λεμέντο να ‘χω εγώ από εσέ; Εσύ έχεις αρεβάρει να με βοηθάς και χωρίς να σου το χαλέψω. Και με κάνεις και ντρέπομαι. Όπως επροχτές. Που πήγαινα στα ζα και μούρθε σκοτούρα. Εσύ μου πήρες τσι πρατίνες και τσι δυο γίδες, και μ’ έγειρες απίσω. Και πολλά άλλα. Και να ‘χω και λεμέντο; Αμιά, μου ‘χεις πει κι όλα σου τα μυστικά. Αφού μου είπες που τα ‘χετε με τον Γιώργη τση Λένης, και γλεποσάστενε. Αλήθεια, πότε θα παντρευτείτε;
- Ω, Θανασιά μου. Ναι, αγαπιομάστενε και θα παντρευτούμε. Αμή πότε, ο Θέος ξέρει. Άμα έχει αδερφή αρραβωνιασμένη, και δυο ανύπαντρες μπορεί να παντρευτεί αυτός ο άχαρος; Βάρει να στεφανώσει την αρραβωνιασμένηνε, κι εμείς δε θα γεράσουμε να καρτερούμε τσι άλλες δυο!
Εγώ όμως σου ‘πα για εμέ. Ξέρεις και για την Αμαλία που τα ‘χει με το Σπύρο τση Αγγελικής. Αυτοί ανταμώνονται φανερά μάτια μου, χωρίς να σκιάζονται κανένανε! Αμή κι εγώ το ίδιο. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου το ξέρουνε. Ποιόνε να σκιαχτώ; Τον… αδερφό μου;
Αμή για σέ, ορή Θανασιά, κανένας δεν ενδιαφέρεται για τα κάλλη σου; Είσαι η πιο όμορφη απ’ όλες μας. Δε μπορεί να μη σ’ έχει κοιτάξει κάποιος, όπως γένεται με όλες μας.
- Εμέ; Όχι, όχι Μάρω μου. Κανένας, κανένας!
- Δε μου λές αλήθεια ορή Θανασιά. Όλο το χωριό ξέρει για το νέονε που σε θέλει και θα ‘δίνε ακόμα και τη ζωή του για εσέ. Αλλά εσύ θα ‘χεις τσου λόγους σου να το κρουβίζεις ακόμα κι από ‘με. Εγώ τώρα φεύγω. Γειά σου Θανασιά. – και έκαμε μεταβολή η Μάρω για να φύγει.
- Όχι Μάρω, μη φύγεις ακόμα. Ο αδερφός μου ο Νοδάρος, Μάρω. Τονε φοβάμαι πολύ. Κι έχω μια προαίστηση πως κάτι κακό θα γένει, αν συναντηθώ με το Θωμά. Πράγματι, τονε θέλω και με θέλει το Θωμά. Μα ούτε και να το σκεφτώ δεν ημπορώ. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;
- Εγώ δε μπορώ να σου πω τι να κάμεις. Έχουμε την ίδια ηλικία. Σκέψου το καλά το ζήτημα. Ρώτησε τη καρδιά σου τι θέλει, και σου εύχομαι να πάνε όλα καλά. Τώρα φεύγω γιατί είναι τάρδη, κι έχω ν’ αρμέξω τα ζα μου τα φλιμμένα. Είναι τίγκα τα βυζιά τους και με κράζουνε. Γειά σου Θανασιά…
Η Μάρω άρχισε να φοβάται και γύρισε να φύγει, μην ακούσει και κανένας κι έχει μπλεξίματα κι εκείνη.
Η Θανασιά, αφού έμεινε μόνη της, σκέφτηκε πως δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα πια. Τώρα όλοι το ξέρανε και έβλεπε το κακό να ‘ρχεται χωρίς να μπορεί να το αποτρέψει.
Έπρεπε να βρει τρόπο να μηνύσει του Θωμά, να ανταμώσουνε και να μιλήσουν. Αλλά πως;
Ένα πρωί που εκείνη ήταν όξω από τη κουζίνα της, και ο Θωμάς καθότανε πάνω στο λιθάρι και την κοίταζε, κατάφερε με τα μάτια και με νοήματα να του δώσει να καταλάβει πως αύριο θα του όριζε πού θα συναντηθούνε!
Ο Θωμάς κατάλαβε αμέσως, και την άλλη μέρα ασκώθηκε πρωί- πρωί, έκατσε στην ίδια θέση, για να του δώσει πάλι με νοήματα, να καταλάβει πού θα τον περίμενε.
Πράγματι. Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ έριχνε ψιλή βροχή, βγήκε η Θανασιά για τσι κότες της, και όπως πάντα, ο Θωμάς ήτανε στη θέση του. Επερίμενε ορθός τώρα, και εσουλάτσερνε γεμάτος αγωνία.
Του ‘δωσε να καταλάβει πως θα πήγαινε τσι Αγορές με τα ζα της, στου Κόντη. Και επειδή ο καιρός ήταν κακός, δε θα βγαίνανε άλλοι στα χτήματα. Ότι ο Νοδάρος είχε φύγει αμπονώρα για τη Χώρα που είχε δουλειές. Τάχα αδιάφορα και κοιτάζοντας αλλού, του όρισε και το μέρος που θα τονε περίμενε!
Εκείνος όταν την είδε να φεύγει με τσι πρατίνες, τηνε παρακολούθησε ίσιαμέ τση Μαμούλως, και έγυρε πίσω επιδεικτικά. Πέρασε από το Φόρο, και πήγε σπίτι του. Βεβαιώθηκε πως τον είχαν ‘δει όλοι, εκείνοι που αν καταλάβαιναν κάτι, δε θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.
Πήρε τη μεγάλη απόφαση ο Θωμάς. Όχι, δεν πήγε από το δρόμο που πάει τσι Αγορές. Δηλαδή από τα Βρυσσούδια, να πάει στον Ορθόλίθο, και μετά να προχωρήσει ίσια ‘πάνω. Αλλά ανέβηκε του Καρκαλά, πήγε στα Πάνωμπέλια, μετά στη Βίγκλα, κατέβηκε τη Γιατρικιά Βρύση, και ανέβηκε τσου Σγούμπους από το λόγγο. Κατέβηκε στου Χαλικιόπουλου από του Τάμπα, πέρασε από τσι ελιές του Στεφανή στα Ρίκια, και από ’κει, επιθεώρησε εμπρός και πίσω τη στράτα. Αφού δεν είδε ψυχή, τότε έβαλε πλώρη για του Κόντη.
Η χαρά του, του έδινε φτερά. Μα κι ένας αόριστος φόβος του έκοβε τα γόνατα.
Η Θανασιά τον επερίμενε λίγο πιο πάνω από τη βρύση του Κόντη, κι όταν τον είδε να παρουσιάζεται εκεί που γυρίζει το στρατί, στην κορφή τσι ελιές του Μπέκα, έχασε το χρώμα της. Συνήρθε όμως γλήγορα, όσο πλησίαζε, και μπορούσε να την ακούσει, και αποφασισμένη του λέει, «Προβάτει Θωμά. Τώρα φοβάσαι;» κάνοντας κι αυτή λίγα βήματα προς το μέρος του. Με την κίνηση αυτή πήρε κι ο Θωμάς κουράγιο, και κανένας δεν κατάλαβε πως βρεθήκανε αγκαλιασμένοι!
Δε μίλαγε κανείς. Τι θέση είχαν τα λόγια;
Μετά από κάμποση ώρα έκαμε ένα βήμα πίσω η Θανασιά, και τον κοίταξε παράξενα. Ξαναγύρισαν μέσα της όλοι οι φόβοι που τη βασάνιζαν δυο χρόνια τώρα. «Τι έχεις Θανασιά;» τη ρώτησε ο Θωμάς, μα δεν απάντησε αμέσως. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αντί να του απαντήσει, τον ρώτησε εκείνη, «Μ’ αγαπάς Θωμά;» Μα ύστερα από αυτό που έγινε τι μπορούσε να απαντήσει ο Θωμάς; Γιατί παίζανε και οι δυο τη ζωή τους κορώνα- γράμματα;
«Μα, και το ρωτάς Θανασιά;…» έκαμε να ψελλίσει ο Θωμάς αλλά δεν πρόκαμε.
«Φεύγα αγλήγορα, τώρα κι όλας- άρχισε να λέει η Θανασιά.- μη μου πεις τέλεια τίποτα. Και αυτό που κάμαμε σήμερα, ποτέ δε θα το ξανακάμουμε, γιατί έχω μια πολύ κακή προαίστηση. Αν μ’ αγαπάς, όπως κι εγώ, φεύγα Θωμά και μην πεις τίποτα σε κανένανε, και αλησμόνησέ με όσο πιο γλήγορα μπορείς. Το ίδιο θα κάμω κι εγώ από ‘δω και μπρος.»
Είπε αυτά, και γύρισε τον πλάτη της, και προχώρησε προς το μέρος που είχε παλουκωμένες τσι προβατίνες της.
Ο Θωμάς δεν ήξερε πια στάση να κρατήσει. Τούρθε να τρέξει και να την πάρει αγκαλιά, κι έτσι να την πάει μέχρι το χωριό, να περάσει μέσα από το Φόρο, και να την πάρει στο σπίτι του!
Όχι, σκέφτηκε. Μπορεί και να ματάνιωσε. Δεν αξίζει να κάμω τίποτα με το στανιό…
Έφυγε. Όχι όμως από το δρόμο που είχε έρθει, ούτε κι απ’ τον κανονικό. Τώρα προχώρησε προς το στρατί τσου Γούλους. Αρέβαρε στο καλύβι του Δημογιάννη, από ‘κει κατέβηκε στο ποτάμι, τσου Αλαλάδες, πέρασε απόπερα στο Παλιόκαστρο, και έγειρε στο χωριό από το Μέγα Κάμπο.
Όλο αυτό το δρόμο τον έκαμε μην απαντήσει κανένανε, και κάμει κακό τση Θανασιάς.
Στο δρόμο σκεφτότανε: «Ακούς εκεί να μη μ’ αφήκει ούτε να τη χαιρετήσω; Α, όχι. Αυτό δε θα τση το συγχωρήσω ποτέ. Άντρας είμαι. Την αγαπάω, όμως έχω και φιλότιμο. Γι αυτό θα σφίξω τη καρδιά μου και δεν θα την ξανακοιτάξω…»
Και πράγματι έσφιξε τη καρδιά του και κράτησε το λόγο του.
Όταν η Θανασιά έκραζε τσι κότες της, αυτός καθότανε στο λιθάρι και κοίταζε αλλού.
Από αυτή τη θέση, που ή ίδια είχε επιβάλει, δεν ήτανε καθόλου ευχαριστημένη. Εχάλευε το βλέμμα του.
Ο Θωμάς από το Χεινόπωρο που είχανε ανταμώσει τσι αγορές κράτησε την ίδια στάση.
Ήξερε που τον εκοίταζε. Το καταλάβαινε και από μερικά λόγια που έλεγε τσου κοτώνες της, που κανονικά τα έλεγε για να τα ακούσει εκείνος. Αυτός τίποτε. Και ας υπόφερε περισσότερο και από ‘κείνην.
Η Θανασιά, είχε λυσιάξει από το κακό της πλέον. Φοβόταν τον εαυτό της, φοβόταν μην προδοθεί. Κάτι είχε καταλάβει και ο αδερφός της, γιατί την απείλησε πάλι για το ίδιο θέμα.
Είχαν περάσει δέκα μήνες από τότε που χωρίσανε τσι Αγορές. Δέκα μήνες κι ακόμα δεν είχε δει τα μάτια του όσες προσπάθειες και αν έκανε. Τον αγαπούσε ακόμα. Την αγαπούσε κι εκείνος. Μα οι συνθήκες στο χωριό ήταν τέτοιες, που λες κι αποφάσισαν σιωπηρά, να δοκιμάσει ο ένας τον άλλον.
Και αυτή η δοκιμασία ήταν που προκάλεσε το φονικό. Που περιγράφω τώρα, όπως το άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες.
Ήταν Χριστούγεννα, και το απόγευμα θα χόρευαν. Οι χοροί στο χωριό πριν εκατό χρόνια, ήταν πολύ συνηθισμένοι. Άρχιζαν όταν άνοιγε το Τριώδιο, και συνεχίζονταν- κάθε Κυριακή- μέχρι τσι Στρινές. Και από τη Λαμπριά, μέχρι τση Πεντηκοστής. Και χορεύανε οι περισσότεροι νηστικοί, ή με αγριολάχανα, παρ’ όλο που η παροιμία λέει, νηστικό αρκούδι δε χορεύει!
Αυτά τα Χριστούγεννα, που έγινε το φονικό, πιάσανε το χορό στο στο Φόρο, αμέσως μετά το… φαΐ. Ήταν καλός και ο καιρός. Ήρθανε τα βιολιά και το ταμπούρλο. Άρχισαν να παίζουν και να καλούν τσου χωριανούς. Επιάκανε το χορό όσοι ήταν εκεί. Στην αρχή ήταν μόνο δυο- τρεις άντρες. Σιγά- σιγά μαζεύτηκαν και οι γυναίκες και νοστίμισε ο χορός.
Κάποιοι άντρες ήταν μέσα στο αργαστήρι του Τόπου και κουτσόπιναν. Βγήκε ένας, έπιακε το χορό κι έβαλε τη Θανασιά μπροστά…
Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά στο Φόρο, και ο Θωμάς καθότανε στο πεζούλι του Στόδουλου. Ακριβώς στη γωνία που στρίβει ο δρόμος για το μαγαζί του Χαρίλαου. Είχε βάλει το ένα ποδάρι πάνω στ’ άλλο. Δεν ήθελε να συναντηθεί το βλέμμα του με αυτό τση Θανασιάς. Από τότε που χωρίσανε, τσι Αγορές, ορκίστηκε να μη την ξανακοιτάξει.
Μπροστα του, και σε απόσταση ενός μέτρου, πέρναγε ο χορός. Ήτανε απλυχώρια. Αν ήθελαν μπορούσαν να χορεύουν χωρίς καθόλου να τους εμποδίζει το ποδάρι του.
Η Θανασιά όμως, μόλις έφθανε κοντά του, τίναζε τους γοφούς της, και τα ροκέττα της ακουμπούσαν στο ποδάρι του Θωμά.
Ο Θωμάς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε κι η Θανασιά όμως έκανε πίσω…
…Ο Νοδάρος έζησε μια ώρα με το μαχαίρι καρφωμένο μέσα στα σωθικά του.
Όμως πρόκαμε να πει σε όλους πως ο Θωμάς δεν ήταν ο φονιάς.
«Ο φονιάς θα ήμουν εγώ αν δεν προλάβαινε ο Θωμάς- είπε- γιατί εγώ πήγα αποφασισμένος να σκοτώσω. Και μάλιστα άδικα.»
Ακόμα είπε στους δικούς του να πάνε στο δικαστήριο να του συμπαρασταθούν.
Όπως και έγινε.
Ο Θωμάς δεν τιμωρήθηκε. Έζησε όμως την υπόλοιπη ζωή του, με το βάρος στη συνείδηση πως είχε αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή.
Μετά από πέντε χρόνια, η Θανασιά παντρεύτηκε τον Δημήτρη του Θοδωρέλου. (Χαρτοφύλακα). Τον Μπούτη, όπως τον παρανόμιζαν. Ο Δημήτρης ο Μπούτης ήταν αδερφός του πατέρα της μάνας μου. Η Θανασιά λοιπόν ήταν θειά μου. Την πρόλαβα κι εγώ γριά πια, και τελείως τυφλή.
Ο Μπούτης είχε αργαστήρι (μαγαζί), στο Φόρο. Είχε κάρο και άλογο. (καρολόγος) Τον πρόλαβα και αυτόν.
Βαλανειό- Κέρκυρα
Παπά-Καβάσιλας- 1984.
Χρήστος Κρασάκης- 2012.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)