Έγκλημα Στο Φόρο
Μια Ιστορία Του 1880
Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά στο Φόρο, και ο Θωμάς καθότανε στο πεζούλι του Στόδουλου. Ακριβώς στη γωνία που στρίβει ο δρόμος για το μαγαζί του Χαρίλαου.
Ντυμένος και αυτός με τα καλά του σκουτιά, τα καινούργια του τσαρούχια, που τα καμάρωνε, και την άσπρη του τρίτσα κατεβασμένη τόσο όσο να μπορεί να γλέπει τι γινότανε γύρω του. Και το μαχαίρι που έσφαζε τσου χοίρους, πάντα περασμένο στη μέση του. Στο πανί που έζωνε τη μπραέσα του.
Είχε βάλει το ένα ποδάρι πάνω στ’ άλλο. Δεν ήθελε να συναντηθεί το βλέμμα του με αυτό τση Θανασιάς. Από τότε που χωρίσανε, τσι Αγορές, ορκίστηκε να μην τη ξανακοιτάξει.
Μπροστά του, και σε απόσταση ενός μέτρου, πέρναγε ο χορός. Ήτανε απλυχώρια. Αν ήθελαν μπορούσαν να χορεύουν χωρίς καθόλου να τους εμποδίζει το ποδάρι του.
Η Θανασιά όμως, μόλις έφθανε κοντά του, τίναζε τους γοφούς της, και τα ροκέτα της ακουμπούσαν στο ποδάρι του Θωμά.
Ο Θωμάς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε κι η Θανασιά όμως έκανε πίσω.
Ο κόσμος έβλεπε αυτό που γινότανε, και το σχολίαζαν, άλλοι από μέσα τους, και άλλοι ψιθυριστά μεταξύ τους. Ο τόπος μύριζε φασαρία. Αυτό που γινότανε ήταν κάτι πρωτοφανές. Κάτι που οι πρωταγωνιστές πρέπει να είχαν πολύ θάρρος για να το κάνουν. Σαν κάτι να τους έσπρωχνε από μέσα τους, χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν και να του αντισταθούν. Αυτό που έκαναν, μεσ’ στο Φόρο, τους έβγαζε από τα όρια. Τα όρια όμως, που άλλοι είχαν βάλει εκεί που βόλευε τους ίδιους. Και, αυτά τα όρια, αλλάζουνε πολύ δύσκολα, ακόμα και με αίμα καμιά φορά, και τότε πάλι, μπορεί να μη γίνει τίποτα.
Ο Νικόλας ο Βελαδής, του Κανάτη, από οικογένεια πλούσια με εκατό αλεσιές ελιές, δεν άντεξε να γλέπει αυτό που πήγαινε να γίνει. Φεύγει να τα πει στο Νοδάρο. Του τα ‘πε όμως ανάποδα:
Αντί να του πει, να πάει να μαζέψει την αδερφή του που με τα ροκέτα της ακουμπάει το ποδάρι του Θωμά, του είπε, πως ο Θωμάς ακουμπάει με το ποδάρι του, τα ροκέτα τση αδερφής του.
Ο Κανάτης, όπως και ο Νοδάρος, ήταν προκατειλημμένοι απέναντι στο Θωμά. Μπορεί να μην ήταν άρχοντες. Ο ένας ήταν Χτηματίας όμως, κι ο άλλος ήτανε Γραμματιζούμενος. Αυτές οι «τάξεις», δεν είχαν Παρτσινέβελο. Ήτανε οι ίδιοι παρτσινέβελοι στα σπίτια τους.
Ο Νοδάρος μόλις το άκουσε έγινε πράσινος απ’ το κακό του. Να του κάμει τέτοια προσβολή μεσ’ στο Φόρο ένας χωριάτης, ο γιός του Γιάννη του Βαγιωνίτη, ο Θωμάς;
Έτρεξε προς το Φόρο, και μόλις έφτασε στη γωνία του Ντίγρη, με τα ίδια του τα μάτια είδε την αδερφή του να σέρνει το χορό ξαναμμένη, το Θωμά να κάθετε στο πεζούλι με το ένα πoδάρι πάνω στ’ άλλο, και σε κάθε κύκλο του χορού, να ακουμπάνε τα ροκέτα της, στο ποδάρι του. Είδε τσου χωριανούς, να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, και άλλους να κοιτάζουνε τα τεκταινόμενα με νόημα.
Φεύγει αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση. Πάει στο σπίτι του, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι μυτερό, το βάνει στη μέση του, και γυρίζει στο Φόρο. Προχωράει με σταθερό βήμα εκεί που καθότανε ο Θωμάς, και του λέει: «Σήκω ‘πάνω και ακολούθησέ με να σου πω κάτι.»
Ο Θωμάς τον ακολούθησε. Δεν συνηθιζόταν να φέρνει ο χωριάτης αντίρρηση σε γραμματιζούμενο. Αλλά και δεν μπορούσε σε κείνο το σημείο να κάνει κάτι διαφορετικό.
Όταν πέρασαν το σπίτι του Μπεκιαρή- το σημερινό κουρείο- και έστριψαν στη γωνία τση Ρίτσας του Τσουμπάνη, ο Νοδάρος χωρίς πολλές εξηγήσεις του λέει: «Αυτό που έκαμες θα το πλερώσεις με τη ζωή σου». Και πριν προλάβει να αντιδράσει τον ρίχνει κάτω λέγοντάς του, «τώρα θα σε σφάξω, για την ατιμία που μού ‘καμες». Και όπως τον είχε κάτω ανάσκελα, βγάνει το μαχαίρι, που άστραψε η λάμα του, και άσκωσε το χέρι του για να σημαδέψει στην καρδιά του Θωμά.
Ο Θωμάς είδε το μαχαίρι στο χέρι του Νοδάρου. Δεν υπήρχε χρόνος. Μόνο μια στιγμή, μέχρι να καρφωθεί το μαχαίρι στην καρδιά του.
Πρόλαβε ο Θωμάς, και τράβηξε το δικό του μαχαίρι απ’ το ζωνάρι- το είχε πάντα εκεί, γιατί έσφαζε χοίρους- που ήταν στενό και μακρύ, και το χώνει στη κοιλιά του Νοδάρου. Η πόντα του βγήκε από την άλλη μεριά, κόβοντας από όπου πέρασε όσα άντερα βρήκε στο δρόμο της.
Το μαχαίρι του Νοδάρου, γλίστρησε από τα χέρια του, κι αυτός έπεσε στο χώμα ψυχομαχώντας…
Το σπίτι του Θωμά ήταν απέναντι από τση Θανασιάς, στην άκρη του χωριού. Εκεί ήτανε και τα καλύβια με τα ζωντανά, δίπλα στις κουζίνες. Τώρα τα χωρίζει ο δημόσιος δρόμος. Τότε δεν υπήρχε δρόμος πουθενά στο χωριό. Ένα μονοπάτι ένωνε όλες της γειτονιές του. Όπου περνάγανε τραφούδια, βάζανε δυο μεγάλους τραφόγουλους, πατούσανε απάνω και πέρναγαν, άμα είχε νερά. Αυτά ήταν τα γιοφύρια.
Ο Θωμάς ήταν τότε είκοσι δύο χρονώ. Η Θανασιά ήταν είκοσι. Όμορφη κοπέλα. Όλοι οι νέοι του χωριού, φιλοδοξούσαν ένα βλέμμα της. Όχι όμως οι φτωχοί. Αυτοί ούτε που το σκέφτονταν.
Κάθε πρωί έβγαινε να φωνάξει τσι κότες της. Να τσι ταΐσει. Να ιδεί για τσι πρατίνες. Για τη γίδα, το χοίρο. Να τα συγυρίσει όλα.
Ο Θωμάς έβγαινε έξω απ’ το σπίτι του, και καθότανε πάνω σε ένα παλιό λιθάρι από λουτρουβιό, που ήταν εκεί απαρατημένο. Από ‘κει έγλεπε όλα τα καλύβια και την κουζίνα της, και δεν το κουνούσε, παρά μόνο όταν έφευγε η Θανασιά.
Η αλήθεια είναι που δεν καθότανε χάρισμα εκεί ο Θωμάς. Μπορεί να μην αντάλλαξαν ποτέ κάποια λέξη. Όμως τι να τσι κάμουνε τσι λέξεις, αφού τα λέγανε όλα με τα μάτια τους;
Μέχρι πότε όμως, θα κρατούσε αυτό το μαρτύριο;
Άρχισαν, δίχως να έχουν συνεννοηθεί, να κάνουν σχέδια πώς να καταφέρουν να μιλήσουν μεταξύ τους.
Τον πόνο του ο Θωμάς τον εξομολογήθηκε στον φίλο του τον Κωσταντή. Εκείνος το είπε στην Αγγελική την αρραβωνιαστικιά του. Αυτοί ήτανε από την ίδια «τάξη», κι ο αρραβώνας και ο γάμος ήταν σχετικά εύκολο να γίνουν.
Η Θανασιά όμως; Μήτε να το σκεφτεί δεν ημπόρουνε. Η οικογένειά της ήταν ελεύθερη από παρτσινέβελο, αλλά είχε και γραμματιζούμενο. Και μάλιστα όχι από τη Χώρα, αλλά από το χωριό. Πράγμα σπάνιο. Δεν επιτρέπονταν να κοιτάξει το Θωμά, ούτε κι Θωμάς αυτήνε. Φοβόταν μην το μάθουν οι δικοί της. Και προπαντός ο αδερφός της ο Νοδάρος. Που μιλούσε με τον άρχοντα σαν ίσος προς ίσον. Και λέγανε για δουλειές, για την πολιτική, για κανένα ρουσφέτι, κανένα διορισμό, και για τόσα άλλα πράγματα. Μόνο για τους χωριάτες δεν καταδέχονταν να μιλήσουνε. Ακόμα και τη θυγατέρα του άρχοντα μπόρουνε να κοιτάξει ο Νοδάρος ή να τον κοιτάξει κι εκείνη, χωρίς να γίνει καμία φασαρία στο χωριό. Πράγμα αδιανόητο για έναν χωριάτη όπως ήταν ο Θωμάς. Που περίμενε από τον άρχοντα να πάρει κάποιο παλιοτσέργουλο να βρακωθεί, ή να σφάξει κάποιο χοίρο, που τότε είχανε τα περισσότερα σπίτια.
Ο Θωμάς είχε γίνει η σκιά της. Όταν σήκωνε τα μάτια της, τον έβλεπε μπροστά της.
Απέφευγε να τον συναντήσει στο δρόμο. Κοκκίνιζε. Έτρεχε σαν αγρίμι, μήπως δει κανένας στο χωριό, που συναντήθηκε με το Θωμά. Που τον άγγιξε με το ροκέτο της στη στράτα.
Η οικογένειά της, ήταν ελεύθερη από Παρτσινέβελο, γιατί είχε δικό της χτήμα. Γι αυτό είχε και αδερφό γραμματιζούμενο. Όμως η Θανασιά δεν ήτανε περήφανη γι αυτό. Ήτανε απλή κοπέλα, και είχε φιλενάδες που την αγαπούσαν και ήταν πρόθυμες να της συμπαρασταθούν.
Μια μέρα που καθότανε έξω από την κουζίνα, της είπε ο Νοδάρος, «Κακομοίρα μου. Κάπου έμαθα που σε κοιτάζει εκείνος ο σφάχτης ο Θωμάς, από απέναντι. Και πως κι εσύ δεν είσαι αδιάφορη. Στο λέω για πρώτη και τελευταία φορά. Μη μάθω που του μίλησες για ερωτοδουλειές, γιατί θα σε κουρέψω. Κι αυτόνε θα τονε διώξω από το χωριό».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν ήταν δύσκολο για το χωριό να καταλάβει τι γίνεται. Όλοι ξέρανε για το Θωμά και τη Θανασιά, και ο καθένας μπορούσε να πλάθει με τη φαντασία του ό,τι σενάριο του κάπνιζε.
Έπρεπε κάτι να γίνει. Μήπως δεν ήτανε κι αυτή κοπέλα; Η κάθε κοπέλα κάποιον κοίταζε. Μερικές τον κοίταζαν χωρίς να φοβούνται. Άλλες του μιλούσανε κι όλας. Και όλες περίμεναν την κατάλληλη ώρα να συναντηθούνε και να μιλήσουνε. Η Θανασιά γιατί;
- Θανασιά, έχω κάτι να σου πω, της λέει μια μέρα η φίλη της η Μάρω. Δε θέλω όμως να με κατηγορήσεις γι αυτό που θ’ ακούσεις. Δεν είμαι η πιο καλή φιλενάδα σου; Έχεις κανένα λεμέντο από εμέ;
- Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά ορή Μαρία, τι λεμέντο να ‘χω εγώ από εσέ; Εσύ έχεις αρεβάρει να με βοηθάς και χωρίς να σου το χαλέψω. Και με κάνεις και ντρέπομαι. Όπως επροχτές. Που πήγαινα στα ζα και μούρθε σκοτούρα. Εσύ μου πήρες τσι πρατίνες και τσι δυο γίδες, και μ’ έγειρες απίσω. Και πολλά άλλα. Και να ‘χω και λεμέντο; Αμιά, μου ‘χεις πει κι όλα σου τα μυστικά. Αφού μου είπες που τα ‘χετε με τον Γιώργη τση Λένης, και γλεποσάστενε. Αλήθεια, πότε θα παντρευτείτε;
- Ω, Θανασιά μου. Ναι, αγαπιομάστενε και θα παντρευτούμε. Αμή πότε, ο Θέος ξέρει. Άμα έχει αδερφή αρραβωνιασμένη, και δυο ανύπαντρες μπορεί να παντρευτεί αυτός ο άχαρος; Βάρει να στεφανώσει την αρραβωνιασμένηνε, κι εμείς δε θα γεράσουμε να καρτερούμε τσι άλλες δυο!
Εγώ όμως σου ‘πα για εμέ. Ξέρεις και για την Αμαλία που τα ‘χει με το Σπύρο τση Αγγελικής. Αυτοί ανταμώνονται φανερά μάτια μου, χωρίς να σκιάζονται κανένανε! Αμή κι εγώ το ίδιο. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου το ξέρουνε. Ποιόνε να σκιαχτώ; Τον… αδερφό μου;
Αμή για σέ, ορή Θανασιά, κανένας δεν ενδιαφέρεται για τα κάλλη σου; Είσαι η πιο όμορφη απ’ όλες μας. Δε μπορεί να μη σ’ έχει κοιτάξει κάποιος, όπως γένεται με όλες μας.
- Εμέ; Όχι, όχι Μάρω μου. Κανένας, κανένας!
- Δε μου λές αλήθεια ορή Θανασιά. Όλο το χωριό ξέρει για το νέονε που σε θέλει και θα ‘δίνε ακόμα και τη ζωή του για εσέ. Αλλά εσύ θα ‘χεις τσου λόγους σου να το κρουβίζεις ακόμα κι από ‘με. Εγώ τώρα φεύγω. Γειά σου Θανασιά. – και έκαμε μεταβολή η Μάρω για να φύγει.
- Όχι Μάρω, μη φύγεις ακόμα. Ο αδερφός μου ο Νοδάρος, Μάρω. Τονε φοβάμαι πολύ. Κι έχω μια προαίστηση πως κάτι κακό θα γένει, αν συναντηθώ με το Θωμά. Πράγματι, τονε θέλω και με θέλει το Θωμά. Μα ούτε και να το σκεφτώ δεν ημπορώ. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;
- Εγώ δε μπορώ να σου πω τι να κάμεις. Έχουμε την ίδια ηλικία. Σκέψου το καλά το ζήτημα. Ρώτησε τη καρδιά σου τι θέλει, και σου εύχομαι να πάνε όλα καλά. Τώρα φεύγω γιατί είναι τάρδη, κι έχω ν’ αρμέξω τα ζα μου τα φλιμμένα. Είναι τίγκα τα βυζιά τους και με κράζουνε. Γειά σου Θανασιά…
Η Μάρω άρχισε να φοβάται και γύρισε να φύγει, μην ακούσει και κανένας κι έχει μπλεξίματα κι εκείνη.
Η Θανασιά, αφού έμεινε μόνη της, σκέφτηκε πως δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα πια. Τώρα όλοι το ξέρανε και έβλεπε το κακό να ‘ρχεται χωρίς να μπορεί να το αποτρέψει.
Έπρεπε να βρει τρόπο να μηνύσει του Θωμά, να ανταμώσουνε και να μιλήσουν. Αλλά πως;
Ένα πρωί που εκείνη ήταν όξω από τη κουζίνα της, και ο Θωμάς καθότανε πάνω στο λιθάρι και την κοίταζε, κατάφερε με τα μάτια και με νοήματα να του δώσει να καταλάβει πως αύριο θα του όριζε πού θα συναντηθούνε!
Ο Θωμάς κατάλαβε αμέσως, και την άλλη μέρα ασκώθηκε πρωί- πρωί, έκατσε στην ίδια θέση, για να του δώσει πάλι με νοήματα, να καταλάβει πού θα τον περίμενε.
Πράγματι. Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ έριχνε ψιλή βροχή, βγήκε η Θανασιά για τσι κότες της, και όπως πάντα, ο Θωμάς ήτανε στη θέση του. Επερίμενε ορθός τώρα, και εσουλάτσερνε γεμάτος αγωνία.
Του ‘δωσε να καταλάβει πως θα πήγαινε τσι Αγορές με τα ζα της, στου Κόντη. Και επειδή ο καιρός ήταν κακός, δε θα βγαίνανε άλλοι στα χτήματα. Ότι ο Νοδάρος είχε φύγει αμπονώρα για τη Χώρα που είχε δουλειές. Τάχα αδιάφορα και κοιτάζοντας αλλού, του όρισε και το μέρος που θα τονε περίμενε!
Εκείνος όταν την είδε να φεύγει με τσι πρατίνες, τηνε παρακολούθησε ίσιαμέ τση Μαμούλως, και έγυρε πίσω επιδεικτικά. Πέρασε από το Φόρο, και πήγε σπίτι του. Βεβαιώθηκε πως τον είχαν ‘δει όλοι, εκείνοι που αν καταλάβαιναν κάτι, δε θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.
Πήρε τη μεγάλη απόφαση ο Θωμάς. Όχι, δεν πήγε από το δρόμο που πάει τσι Αγορές. Δηλαδή από τα Βρυσσούδια, να πάει στον Ορθόλίθο, και μετά να προχωρήσει ίσια ‘πάνω. Αλλά ανέβηκε του Καρκαλά, πήγε στα Πάνωμπέλια, μετά στη Βίγκλα, κατέβηκε τη Γιατρικιά Βρύση, και ανέβηκε τσου Σγούμπους από το λόγγο. Κατέβηκε στου Χαλικιόπουλου από του Τάμπα, πέρασε από τσι ελιές του Στεφανή στα Ρίκια, και από ’κει, επιθεώρησε εμπρός και πίσω τη στράτα. Αφού δεν είδε ψυχή, τότε έβαλε πλώρη για του Κόντη.
Η χαρά του, του έδινε φτερά. Μα κι ένας αόριστος φόβος του έκοβε τα γόνατα.
Η Θανασιά τον επερίμενε λίγο πιο πάνω από τη βρύση του Κόντη, κι όταν τον είδε να παρουσιάζεται εκεί που γυρίζει το στρατί, στην κορφή τσι ελιές του Μπέκα, έχασε το χρώμα της. Συνήρθε όμως γλήγορα, όσο πλησίαζε, και μπορούσε να την ακούσει, και αποφασισμένη του λέει, «Προβάτει Θωμά. Τώρα φοβάσαι;» κάνοντας κι αυτή λίγα βήματα προς το μέρος του. Με την κίνηση αυτή πήρε κι ο Θωμάς κουράγιο, και κανένας δεν κατάλαβε πως βρεθήκανε αγκαλιασμένοι!
Δε μίλαγε κανείς. Τι θέση είχαν τα λόγια;
Μετά από κάμποση ώρα έκαμε ένα βήμα πίσω η Θανασιά, και τον κοίταξε παράξενα. Ξαναγύρισαν μέσα της όλοι οι φόβοι που τη βασάνιζαν δυο χρόνια τώρα. «Τι έχεις Θανασιά;» τη ρώτησε ο Θωμάς, μα δεν απάντησε αμέσως. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αντί να του απαντήσει, τον ρώτησε εκείνη, «Μ’ αγαπάς Θωμά;» Μα ύστερα από αυτό που έγινε τι μπορούσε να απαντήσει ο Θωμάς; Γιατί παίζανε και οι δυο τη ζωή τους κορώνα- γράμματα;
«Μα, και το ρωτάς Θανασιά;…» έκαμε να ψελλίσει ο Θωμάς αλλά δεν πρόκαμε.
«Φεύγα αγλήγορα, τώρα κι όλας- άρχισε να λέει η Θανασιά.- μη μου πεις τέλεια τίποτα. Και αυτό που κάμαμε σήμερα, ποτέ δε θα το ξανακάμουμε, γιατί έχω μια πολύ κακή προαίστηση. Αν μ’ αγαπάς, όπως κι εγώ, φεύγα Θωμά και μην πεις τίποτα σε κανένανε, και αλησμόνησέ με όσο πιο γλήγορα μπορείς. Το ίδιο θα κάμω κι εγώ από ‘δω και μπρος.»
Είπε αυτά, και γύρισε τον πλάτη της, και προχώρησε προς το μέρος που είχε παλουκωμένες τσι προβατίνες της.
Ο Θωμάς δεν ήξερε πια στάση να κρατήσει. Τούρθε να τρέξει και να την πάρει αγκαλιά, κι έτσι να την πάει μέχρι το χωριό, να περάσει μέσα από το Φόρο, και να την πάρει στο σπίτι του!
Όχι, σκέφτηκε. Μπορεί και να ματάνιωσε. Δεν αξίζει να κάμω τίποτα με το στανιό…
Έφυγε. Όχι όμως από το δρόμο που είχε έρθει, ούτε κι απ’ τον κανονικό. Τώρα προχώρησε προς το στρατί τσου Γούλους. Αρέβαρε στο καλύβι του Δημογιάννη, από ‘κει κατέβηκε στο ποτάμι, τσου Αλαλάδες, πέρασε απόπερα στο Παλιόκαστρο, και έγειρε στο χωριό από το Μέγα Κάμπο.
Όλο αυτό το δρόμο τον έκαμε μην απαντήσει κανένανε, και κάμει κακό τση Θανασιάς.
Στο δρόμο σκεφτότανε: «Ακούς εκεί να μη μ’ αφήκει ούτε να τη χαιρετήσω; Α, όχι. Αυτό δε θα τση το συγχωρήσω ποτέ. Άντρας είμαι. Την αγαπάω, όμως έχω και φιλότιμο. Γι αυτό θα σφίξω τη καρδιά μου και δεν θα την ξανακοιτάξω…»
Και πράγματι έσφιξε τη καρδιά του και κράτησε το λόγο του.
Όταν η Θανασιά έκραζε τσι κότες της, αυτός καθότανε στο λιθάρι και κοίταζε αλλού.
Από αυτή τη θέση, που ή ίδια είχε επιβάλει, δεν ήτανε καθόλου ευχαριστημένη. Εχάλευε το βλέμμα του.
Ο Θωμάς από το Χεινόπωρο που είχανε ανταμώσει τσι αγορές κράτησε την ίδια στάση.
Ήξερε που τον εκοίταζε. Το καταλάβαινε και από μερικά λόγια που έλεγε τσου κοτώνες της, που κανονικά τα έλεγε για να τα ακούσει εκείνος. Αυτός τίποτε. Και ας υπόφερε περισσότερο και από ‘κείνην.
Η Θανασιά, είχε λυσιάξει από το κακό της πλέον. Φοβόταν τον εαυτό της, φοβόταν μην προδοθεί. Κάτι είχε καταλάβει και ο αδερφός της, γιατί την απείλησε πάλι για το ίδιο θέμα.
Είχαν περάσει δέκα μήνες από τότε που χωρίσανε τσι Αγορές. Δέκα μήνες κι ακόμα δεν είχε δει τα μάτια του όσες προσπάθειες και αν έκανε. Τον αγαπούσε ακόμα. Την αγαπούσε κι εκείνος. Μα οι συνθήκες στο χωριό ήταν τέτοιες, που λες κι αποφάσισαν σιωπηρά, να δοκιμάσει ο ένας τον άλλον.
Και αυτή η δοκιμασία ήταν που προκάλεσε το φονικό. Που περιγράφω τώρα, όπως το άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες.
Ήταν Χριστούγεννα, και το απόγευμα θα χόρευαν. Οι χοροί στο χωριό πριν εκατό χρόνια, ήταν πολύ συνηθισμένοι. Άρχιζαν όταν άνοιγε το Τριώδιο, και συνεχίζονταν- κάθε Κυριακή- μέχρι τσι Στρινές. Και από τη Λαμπριά, μέχρι τση Πεντηκοστής. Και χορεύανε οι περισσότεροι νηστικοί, ή με αγριολάχανα, παρ’ όλο που η παροιμία λέει, νηστικό αρκούδι δε χορεύει!
Αυτά τα Χριστούγεννα, που έγινε το φονικό, πιάσανε το χορό στο στο Φόρο, αμέσως μετά το… φαΐ. Ήταν καλός και ο καιρός. Ήρθανε τα βιολιά και το ταμπούρλο. Άρχισαν να παίζουν και να καλούν τσου χωριανούς. Επιάκανε το χορό όσοι ήταν εκεί. Στην αρχή ήταν μόνο δυο- τρεις άντρες. Σιγά- σιγά μαζεύτηκαν και οι γυναίκες και νοστίμισε ο χορός.
Κάποιοι άντρες ήταν μέσα στο αργαστήρι του Τόπου και κουτσόπιναν. Βγήκε ένας, έπιακε το χορό κι έβαλε τη Θανασιά μπροστά…
Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά στο Φόρο, και ο Θωμάς καθότανε στο πεζούλι του Στόδουλου. Ακριβώς στη γωνία που στρίβει ο δρόμος για το μαγαζί του Χαρίλαου. Είχε βάλει το ένα ποδάρι πάνω στ’ άλλο. Δεν ήθελε να συναντηθεί το βλέμμα του με αυτό τση Θανασιάς. Από τότε που χωρίσανε, τσι Αγορές, ορκίστηκε να μη την ξανακοιτάξει.
Μπροστα του, και σε απόσταση ενός μέτρου, πέρναγε ο χορός. Ήτανε απλυχώρια. Αν ήθελαν μπορούσαν να χορεύουν χωρίς καθόλου να τους εμποδίζει το ποδάρι του.
Η Θανασιά όμως, μόλις έφθανε κοντά του, τίναζε τους γοφούς της, και τα ροκέττα της ακουμπούσαν στο ποδάρι του Θωμά.
Ο Θωμάς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε κι η Θανασιά όμως έκανε πίσω…
…Ο Νοδάρος έζησε μια ώρα με το μαχαίρι καρφωμένο μέσα στα σωθικά του.
Όμως πρόκαμε να πει σε όλους πως ο Θωμάς δεν ήταν ο φονιάς.
«Ο φονιάς θα ήμουν εγώ αν δεν προλάβαινε ο Θωμάς- είπε- γιατί εγώ πήγα αποφασισμένος να σκοτώσω. Και μάλιστα άδικα.»
Ακόμα είπε στους δικούς του να πάνε στο δικαστήριο να του συμπαρασταθούν.
Όπως και έγινε.
Ο Θωμάς δεν τιμωρήθηκε. Έζησε όμως την υπόλοιπη ζωή του, με το βάρος στη συνείδηση πως είχε αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή.
Μετά από πέντε χρόνια, η Θανασιά παντρεύτηκε τον Δημήτρη του Θοδωρέλου. (Χαρτοφύλακα). Τον Μπούτη, όπως τον παρανόμιζαν. Ο Δημήτρης ο Μπούτης ήταν αδερφός του πατέρα της μάνας μου. Η Θανασιά λοιπόν ήταν θειά μου. Την πρόλαβα κι εγώ γριά πια, και τελείως τυφλή.
Ο Μπούτης είχε αργαστήρι (μαγαζί), στο Φόρο. Είχε κάρο και άλογο. (καρολόγος) Τον πρόλαβα και αυτόν.
Βαλανειό- Κέρκυρα
Παπά-Καβάσιλας- 1984.
Χρήστος Κρασάκης- 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου