Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Έγκλημα Στο Φόρο


Έγκλημα Στο Φόρο
Μια Ιστορία Του 1880

  Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά στο Φόρο, και ο Θωμάς καθότανε στο πεζούλι του Στόδουλου. Ακριβώς στη γωνία που στρίβει ο δρόμος για το μαγαζί του Χαρίλαου.
Ντυμένος και αυτός με τα καλά του σκουτιά, τα καινούργια του τσαρούχια, που τα καμάρωνε, και την άσπρη του τρίτσα κατεβασμένη τόσο όσο να μπορεί να γλέπει τι γινότανε γύρω του. Και το μαχαίρι που έσφαζε τσου χοίρους, πάντα περασμένο στη μέση του. Στο πανί που έζωνε τη μπραέσα του.

  Είχε βάλει το ένα ποδάρι πάνω στ’ άλλο. Δεν ήθελε να συναντηθεί το βλέμμα του με αυτό τση Θανασιάς. Από τότε που χωρίσανε, τσι Αγορές, ορκίστηκε να μην τη ξανακοιτάξει.
Μπροστά του, και σε απόσταση ενός μέτρου, πέρναγε ο χορός. Ήτανε απλυχώρια. Αν ήθελαν μπορούσαν να χορεύουν χωρίς καθόλου να τους εμποδίζει το ποδάρι του.
Η Θανασιά όμως, μόλις έφθανε κοντά του, τίναζε τους γοφούς της, και τα ροκέτα της ακουμπούσαν στο ποδάρι του Θωμά.
Ο Θωμάς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε κι η Θανασιά όμως έκανε πίσω.

  Ο κόσμος έβλεπε αυτό που γινότανε, και το σχολίαζαν, άλλοι από μέσα τους, και άλλοι ψιθυριστά μεταξύ τους. Ο τόπος μύριζε φασαρία. Αυτό που γινότανε ήταν κάτι πρωτοφανές. Κάτι που οι πρωταγωνιστές πρέπει να είχαν πολύ θάρρος για να το κάνουν. Σαν κάτι να τους έσπρωχνε από μέσα τους, χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν και να του αντισταθούν. Αυτό που έκαναν, μεσ’ στο Φόρο, τους έβγαζε από τα όρια. Τα όρια όμως, που άλλοι είχαν βάλει εκεί που βόλευε τους ίδιους. Και, αυτά τα όρια, αλλάζουνε πολύ δύσκολα, ακόμα και με αίμα καμιά φορά, και τότε πάλι, μπορεί να μη γίνει τίποτα.  

  Ο Νικόλας ο Βελαδής, του Κανάτη, από οικογένεια πλούσια με εκατό αλεσιές ελιές, δεν άντεξε να γλέπει αυτό που πήγαινε να γίνει. Φεύγει να τα πει στο Νοδάρο. Του τα ‘πε όμως ανάποδα:
Αντί να του πει, να πάει να μαζέψει την αδερφή του που με τα ροκέτα της ακουμπάει το ποδάρι του Θωμά, του είπε, πως ο Θωμάς ακουμπάει με το ποδάρι του, τα ροκέτα τση αδερφής του.
Ο Κανάτης, όπως και ο Νοδάρος, ήταν προκατειλημμένοι απέναντι στο Θωμά. Μπορεί να μην ήταν άρχοντες. Ο ένας ήταν Χτηματίας όμως, κι ο άλλος ήτανε Γραμματιζούμενος. Αυτές οι «τάξεις», δεν είχαν Παρτσινέβελο. Ήτανε οι ίδιοι παρτσινέβελοι στα σπίτια τους. 

  Ο Νοδάρος μόλις το άκουσε έγινε πράσινος απ’ το κακό του. Να του κάμει τέτοια προσβολή μεσ’ στο Φόρο ένας χωριάτης, ο γιός του Γιάννη του Βαγιωνίτη, ο Θωμάς;
Έτρεξε προς το Φόρο, και μόλις έφτασε στη γωνία του Ντίγρη, με τα ίδια του τα μάτια είδε την αδερφή του να σέρνει το χορό ξαναμμένη, το Θωμά να κάθετε στο πεζούλι με το ένα πoδάρι πάνω στ’ άλλο, και σε κάθε κύκλο του χορού, να ακουμπάνε τα ροκέτα της, στο ποδάρι του. Είδε τσου χωριανούς, να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, και άλλους να κοιτάζουνε τα τεκταινόμενα με νόημα.

  Φεύγει αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση. Πάει στο σπίτι του, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι μυτερό, το βάνει στη μέση του, και γυρίζει στο Φόρο. Προχωράει με σταθερό βήμα εκεί που καθότανε ο Θωμάς, και του λέει: «Σήκω ‘πάνω και ακολούθησέ με να σου πω κάτι.»
Ο Θωμάς τον ακολούθησε. Δεν συνηθιζόταν να φέρνει ο χωριάτης αντίρρηση σε γραμματιζούμενο. Αλλά και δεν μπορούσε σε κείνο το σημείο να κάνει κάτι διαφορετικό.
Όταν πέρασαν το σπίτι του Μπεκιαρή- το σημερινό κουρείο-  και έστριψαν στη γωνία τση Ρίτσας του Τσουμπάνη, ο Νοδάρος χωρίς πολλές εξηγήσεις του λέει: «Αυτό που έκαμες θα το πλερώσεις με τη ζωή σου». Και πριν προλάβει να αντιδράσει τον ρίχνει κάτω λέγοντάς του, «τώρα θα σε σφάξω, για την ατιμία που μού ‘καμες». Και όπως τον είχε κάτω ανάσκελα, βγάνει το μαχαίρι, που άστραψε η λάμα του, και άσκωσε το χέρι του για να σημαδέψει στην καρδιά του Θωμά.
Ο Θωμάς είδε το μαχαίρι στο χέρι του Νοδάρου. Δεν υπήρχε χρόνος. Μόνο μια στιγμή, μέχρι να καρφωθεί το μαχαίρι στην καρδιά του.

  Πρόλαβε ο Θωμάς, και τράβηξε το δικό του μαχαίρι απ’ το ζωνάρι- το είχε πάντα εκεί, γιατί έσφαζε χοίρους- που ήταν στενό και μακρύ, και το χώνει στη κοιλιά του Νοδάρου. Η πόντα του βγήκε από την άλλη μεριά, κόβοντας από όπου πέρασε όσα άντερα βρήκε στο δρόμο της.

  Το μαχαίρι του Νοδάρου, γλίστρησε από τα χέρια του, κι αυτός έπεσε στο χώμα ψυχομαχώντας…

  Το σπίτι του Θωμά ήταν απέναντι από τση Θανασιάς, στην άκρη του χωριού. Εκεί ήτανε και τα καλύβια με τα ζωντανά, δίπλα στις κουζίνες. Τώρα τα χωρίζει ο δημόσιος δρόμος. Τότε δεν υπήρχε δρόμος πουθενά στο χωριό. Ένα μονοπάτι ένωνε όλες της γειτονιές του. Όπου περνάγανε τραφούδια, βάζανε δυο μεγάλους τραφόγουλους, πατούσανε απάνω και πέρναγαν, άμα είχε νερά. Αυτά ήταν τα γιοφύρια. 
  Ο Θωμάς ήταν τότε είκοσι δύο χρονώ. Η Θανασιά ήταν είκοσι. Όμορφη κοπέλα. Όλοι οι νέοι του χωριού, φιλοδοξούσαν ένα βλέμμα της. Όχι όμως οι φτωχοί. Αυτοί ούτε που το σκέφτονταν.
Κάθε πρωί έβγαινε να φωνάξει τσι κότες της. Να τσι ταΐσει. Να ιδεί για τσι πρατίνες. Για τη γίδα, το χοίρο. Να τα συγυρίσει όλα. 
Ο Θωμάς έβγαινε έξω απ’ το σπίτι του, και καθότανε πάνω σε ένα παλιό λιθάρι από λουτρουβιό, που ήταν εκεί απαρατημένο. Από ‘κει έγλεπε όλα τα καλύβια και την κουζίνα της, και δεν το κουνούσε, παρά μόνο όταν έφευγε η Θανασιά.
Η αλήθεια είναι που δεν καθότανε χάρισμα εκεί ο Θωμάς. Μπορεί να μην αντάλλαξαν ποτέ κάποια λέξη. Όμως τι να τσι κάμουνε τσι λέξεις, αφού τα λέγανε όλα με τα μάτια τους;

  Μέχρι πότε όμως, θα κρατούσε αυτό το μαρτύριο;
Άρχισαν, δίχως να έχουν συνεννοηθεί, να κάνουν σχέδια πώς να καταφέρουν να μιλήσουν μεταξύ τους.

  Τον πόνο του ο Θωμάς τον εξομολογήθηκε στον φίλο του τον Κωσταντή. Εκείνος το είπε στην Αγγελική την αρραβωνιαστικιά του. Αυτοί ήτανε από την ίδια «τάξη», κι ο αρραβώνας και ο γάμος ήταν σχετικά εύκολο να γίνουν.
  Η Θανασιά όμως; Μήτε να το σκεφτεί δεν ημπόρουνε. Η οικογένειά της ήταν ελεύθερη από παρτσινέβελο, αλλά είχε και γραμματιζούμενο. Και μάλιστα όχι από τη Χώρα, αλλά από το χωριό. Πράγμα σπάνιο. Δεν επιτρέπονταν να κοιτάξει το Θωμά, ούτε κι Θωμάς αυτήνε. Φοβόταν μην το μάθουν οι δικοί της. Και προπαντός ο αδερφός της ο Νοδάρος. Που μιλούσε με τον άρχοντα σαν ίσος προς ίσον. Και λέγανε για δουλειές, για την πολιτική, για κανένα ρουσφέτι, κανένα διορισμό, και για τόσα άλλα πράγματα. Μόνο για τους χωριάτες δεν καταδέχονταν να μιλήσουνε. Ακόμα και τη θυγατέρα του άρχοντα μπόρουνε να κοιτάξει ο Νοδάρος ή να τον κοιτάξει κι εκείνη, χωρίς να γίνει καμία φασαρία στο χωριό. Πράγμα αδιανόητο για έναν χωριάτη όπως ήταν ο Θωμάς. Που περίμενε από τον άρχοντα να πάρει κάποιο παλιοτσέργουλο να βρακωθεί, ή να σφάξει κάποιο χοίρο, που τότε είχανε τα περισσότερα σπίτια.

  Ο Θωμάς είχε γίνει η σκιά της. Όταν σήκωνε τα μάτια της, τον έβλεπε μπροστά της.
Απέφευγε να τον συναντήσει στο δρόμο. Κοκκίνιζε. Έτρεχε σαν αγρίμι, μήπως δει κανένας στο χωριό, που συναντήθηκε με το Θωμά. Που τον άγγιξε με το ροκέτο της στη στράτα.
Η οικογένειά της, ήταν ελεύθερη από Παρτσινέβελο, γιατί είχε δικό της χτήμα. Γι αυτό είχε και αδερφό γραμματιζούμενο. Όμως η Θανασιά δεν ήτανε περήφανη γι αυτό. Ήτανε απλή κοπέλα, και είχε φιλενάδες που την αγαπούσαν και ήταν πρόθυμες να της συμπαρασταθούν.

  Μια μέρα που καθότανε έξω από την κουζίνα, της είπε ο Νοδάρος, «Κακομοίρα μου. Κάπου έμαθα που σε κοιτάζει εκείνος ο σφάχτης ο Θωμάς, από απέναντι. Και πως κι εσύ δεν είσαι αδιάφορη. Στο λέω για πρώτη και τελευταία φορά. Μη μάθω που του μίλησες για ερωτοδουλειές, γιατί θα σε κουρέψω. Κι αυτόνε θα τονε διώξω από το χωριό».

  Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν ήταν δύσκολο για το χωριό να καταλάβει τι γίνεται. Όλοι ξέρανε για το Θωμά και τη Θανασιά, και ο καθένας μπορούσε να πλάθει με τη φαντασία του ό,τι σενάριο του κάπνιζε.

  Έπρεπε κάτι να γίνει. Μήπως δεν ήτανε κι αυτή κοπέλα; Η κάθε κοπέλα κάποιον κοίταζε. Μερικές τον κοίταζαν χωρίς να φοβούνται. Άλλες του μιλούσανε κι όλας. Και όλες περίμεναν την κατάλληλη ώρα να συναντηθούνε και να μιλήσουνε. Η Θανασιά γιατί;

-          Θανασιά, έχω κάτι να σου πω, της λέει μια μέρα η φίλη της η Μάρω. Δε θέλω όμως να με κατηγορήσεις γι αυτό που θ’ ακούσεις. Δεν είμαι η πιο καλή φιλενάδα σου; Έχεις κανένα λεμέντο από εμέ;     
-         Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά ορή Μαρία, τι λεμέντο να ‘χω εγώ από εσέ; Εσύ έχεις αρεβάρει να με βοηθάς και χωρίς να σου το χαλέψω. Και με κάνεις και ντρέπομαι. Όπως επροχτές. Που πήγαινα στα ζα και μούρθε σκοτούρα. Εσύ μου πήρες τσι πρατίνες και τσι δυο γίδες, και μ’ έγειρες απίσω. Και πολλά άλλα. Και να ‘χω και λεμέντο; Αμιά, μου ‘χεις πει κι όλα σου τα μυστικά. Αφού μου είπες που τα ‘χετε με τον Γιώργη τση Λένης, και γλεποσάστενε. Αλήθεια, πότε θα παντρευτείτε;
-         Ω, Θανασιά μου. Ναι, αγαπιομάστενε και θα παντρευτούμε. Αμή πότε, ο Θέος ξέρει. Άμα έχει αδερφή αρραβωνιασμένη, και δυο ανύπαντρες μπορεί να παντρευτεί αυτός ο άχαρος; Βάρει να στεφανώσει την αρραβωνιασμένηνε, κι εμείς δε θα γεράσουμε να καρτερούμε τσι άλλες δυο!   
    
Εγώ όμως σου ‘πα για εμέ. Ξέρεις και για την Αμαλία που τα ‘χει με το Σπύρο τση Αγγελικής. Αυτοί ανταμώνονται φανερά μάτια μου, χωρίς να σκιάζονται κανένανε! Αμή κι εγώ το ίδιο. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου το ξέρουνε. Ποιόνε να σκιαχτώ; Τον… αδερφό μου;
Αμή για σέ, ορή Θανασιά, κανένας δεν ενδιαφέρεται για τα κάλλη σου; Είσαι η πιο όμορφη απ’ όλες μας. Δε μπορεί να μη σ’ έχει κοιτάξει κάποιος, όπως γένεται με όλες μας.
-         Εμέ; Όχι, όχι Μάρω μου. Κανένας, κανένας!
-         Δε μου λές αλήθεια ορή Θανασιά. Όλο το χωριό ξέρει για το νέονε που σε θέλει και θα ‘δίνε ακόμα και τη ζωή του για εσέ. Αλλά εσύ θα ‘χεις τσου λόγους σου να το κρουβίζεις ακόμα κι από ‘με. Εγώ τώρα φεύγω. Γειά σου Θανασιά. – και έκαμε μεταβολή η Μάρω για να φύγει.
-         Όχι Μάρω, μη φύγεις ακόμα. Ο αδερφός μου ο Νοδάρος, Μάρω. Τονε φοβάμαι πολύ. Κι έχω μια προαίστηση πως κάτι κακό θα γένει, αν συναντηθώ με το Θωμά. Πράγματι, τονε θέλω και με θέλει το Θωμά. Μα ούτε και να το σκεφτώ δεν ημπορώ. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;
-         Εγώ δε μπορώ να σου πω τι να κάμεις. Έχουμε την ίδια ηλικία. Σκέψου το καλά το ζήτημα. Ρώτησε τη καρδιά σου τι θέλει, και σου εύχομαι να πάνε όλα καλά. Τώρα φεύγω γιατί είναι τάρδη, κι έχω ν’ αρμέξω τα ζα μου τα φλιμμένα. Είναι τίγκα τα βυζιά τους και με κράζουνε. Γειά σου Θανασιά…

  Η Μάρω άρχισε να φοβάται και γύρισε να φύγει, μην ακούσει και κανένας κι έχει μπλεξίματα κι εκείνη.
Η Θανασιά, αφού έμεινε μόνη της, σκέφτηκε πως δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα πια. Τώρα όλοι το ξέρανε και έβλεπε το κακό να ‘ρχεται χωρίς να μπορεί να το αποτρέψει.
Έπρεπε να βρει τρόπο να μηνύσει του Θωμά, να ανταμώσουνε και να μιλήσουν. Αλλά πως;

  Ένα πρωί που εκείνη ήταν όξω από τη κουζίνα της, και ο Θωμάς καθότανε πάνω στο λιθάρι και την κοίταζε, κατάφερε με τα μάτια και με νοήματα να του δώσει να καταλάβει πως αύριο θα του όριζε πού θα συναντηθούνε!
Ο Θωμάς κατάλαβε αμέσως, και την άλλη μέρα ασκώθηκε πρωί- πρωί, έκατσε στην ίδια θέση, για να του δώσει πάλι με νοήματα, να καταλάβει πού θα τον περίμενε.

  Πράγματι. Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ έριχνε ψιλή βροχή, βγήκε η Θανασιά για τσι κότες της, και όπως πάντα, ο Θωμάς ήτανε στη θέση του. Επερίμενε ορθός τώρα, και εσουλάτσερνε γεμάτος αγωνία.
Του ‘δωσε να καταλάβει πως θα πήγαινε τσι Αγορές με τα ζα της, στου Κόντη. Και επειδή ο καιρός ήταν κακός, δε θα βγαίνανε άλλοι στα χτήματα. Ότι ο Νοδάρος είχε φύγει αμπονώρα για τη Χώρα που είχε δουλειές. Τάχα αδιάφορα και κοιτάζοντας αλλού, του όρισε και το μέρος που θα τονε περίμενε!

  Εκείνος όταν την είδε να φεύγει με τσι πρατίνες, τηνε παρακολούθησε ίσιαμέ τση Μαμούλως, και έγυρε πίσω επιδεικτικά. Πέρασε από το Φόρο, και πήγε σπίτι του. Βεβαιώθηκε πως τον είχαν ‘δει όλοι, εκείνοι που αν καταλάβαιναν κάτι, δε θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.

  Πήρε τη μεγάλη απόφαση ο Θωμάς. Όχι, δεν πήγε από το δρόμο που πάει τσι Αγορές. Δηλαδή από τα Βρυσσούδια, να πάει στον Ορθόλίθο, και μετά να προχωρήσει ίσια ‘πάνω. Αλλά ανέβηκε του Καρκαλά, πήγε στα Πάνωμπέλια, μετά στη Βίγκλα, κατέβηκε τη Γιατρικιά Βρύση, και ανέβηκε τσου Σγούμπους από το λόγγο. Κατέβηκε στου Χαλικιόπουλου από του Τάμπα, πέρασε από τσι ελιές του Στεφανή στα Ρίκια, και από ’κει, επιθεώρησε εμπρός και πίσω τη στράτα. Αφού δεν είδε ψυχή, τότε έβαλε πλώρη για του Κόντη.
Η χαρά του, του έδινε φτερά. Μα κι ένας αόριστος φόβος του έκοβε τα γόνατα.

  Η Θανασιά τον επερίμενε λίγο πιο πάνω από τη βρύση του Κόντη, κι όταν τον είδε να παρουσιάζεται εκεί που γυρίζει το στρατί, στην κορφή τσι ελιές του Μπέκα, έχασε το χρώμα της. Συνήρθε όμως γλήγορα, όσο πλησίαζε, και μπορούσε να την ακούσει, και αποφασισμένη του λέει, «Προβάτει Θωμά. Τώρα φοβάσαι;» κάνοντας κι αυτή λίγα βήματα προς το μέρος του. Με την κίνηση αυτή πήρε κι ο Θωμάς κουράγιο, και κανένας δεν κατάλαβε πως βρεθήκανε αγκαλιασμένοι!
Δε μίλαγε κανείς. Τι θέση είχαν τα λόγια;

  Μετά από κάμποση ώρα έκαμε ένα βήμα πίσω η Θανασιά, και τον κοίταξε παράξενα. Ξαναγύρισαν μέσα της όλοι οι φόβοι που τη βασάνιζαν δυο χρόνια τώρα. «Τι έχεις Θανασιά;» τη ρώτησε ο Θωμάς, μα δεν απάντησε αμέσως. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αντί να του απαντήσει, τον ρώτησε εκείνη, «Μ’ αγαπάς Θωμά;» Μα ύστερα από αυτό που έγινε τι μπορούσε να απαντήσει ο Θωμάς; Γιατί παίζανε και οι δυο τη ζωή τους κορώνα- γράμματα;
«Μα, και το ρωτάς Θανασιά;…» έκαμε να ψελλίσει ο Θωμάς αλλά δεν πρόκαμε.
«Φεύγα αγλήγορα, τώρα κι όλας- άρχισε να λέει η Θανασιά.- μη μου πεις τέλεια τίποτα. Και αυτό που κάμαμε σήμερα, ποτέ δε θα το ξανακάμουμε, γιατί έχω μια πολύ κακή προαίστηση. Αν μ’ αγαπάς, όπως κι εγώ, φεύγα Θωμά και μην πεις τίποτα σε κανένανε, και αλησμόνησέ με όσο πιο γλήγορα μπορείς. Το ίδιο θα κάμω κι εγώ από ‘δω και μπρος.»
Είπε αυτά, και γύρισε τον πλάτη της, και προχώρησε προς το μέρος που είχε παλουκωμένες τσι προβατίνες της.

  Ο Θωμάς δεν ήξερε πια στάση να κρατήσει. Τούρθε να τρέξει και να την πάρει αγκαλιά, κι έτσι να την πάει μέχρι το χωριό, να περάσει μέσα από το Φόρο, και να την πάρει στο σπίτι του!
Όχι, σκέφτηκε. Μπορεί και να ματάνιωσε. Δεν αξίζει να κάμω τίποτα με το στανιό…
Έφυγε. Όχι όμως από το δρόμο που είχε έρθει, ούτε κι απ’ τον κανονικό. Τώρα προχώρησε προς το στρατί τσου Γούλους. Αρέβαρε στο καλύβι του Δημογιάννη, από ‘κει κατέβηκε στο ποτάμι, τσου Αλαλάδες, πέρασε απόπερα στο Παλιόκαστρο, και έγειρε στο χωριό από το Μέγα Κάμπο.
Όλο αυτό το δρόμο τον έκαμε μην απαντήσει κανένανε, και κάμει κακό τση Θανασιάς.
Στο δρόμο σκεφτότανε: «Ακούς εκεί να μη μ’ αφήκει ούτε να τη χαιρετήσω; Α, όχι. Αυτό δε θα τση το συγχωρήσω ποτέ. Άντρας είμαι. Την αγαπάω, όμως έχω και φιλότιμο. Γι αυτό θα σφίξω τη καρδιά μου και δεν θα την ξανακοιτάξω…»

  Και πράγματι έσφιξε τη καρδιά του και κράτησε το λόγο του.
Όταν η Θανασιά έκραζε τσι κότες της, αυτός καθότανε στο λιθάρι και κοίταζε αλλού.
Από αυτή  τη θέση, που ή ίδια είχε επιβάλει, δεν ήτανε καθόλου ευχαριστημένη. Εχάλευε το βλέμμα του.
Ο Θωμάς από το Χεινόπωρο που είχανε ανταμώσει τσι αγορές κράτησε την ίδια στάση.
Ήξερε που τον εκοίταζε. Το καταλάβαινε και από μερικά λόγια που έλεγε τσου κοτώνες της, που κανονικά τα έλεγε για να τα ακούσει εκείνος. Αυτός τίποτε. Και ας υπόφερε περισσότερο και από ‘κείνην.
Η Θανασιά, είχε λυσιάξει από το κακό της πλέον. Φοβόταν τον εαυτό της, φοβόταν μην προδοθεί. Κάτι είχε καταλάβει και ο αδερφός της, γιατί την απείλησε πάλι για το ίδιο θέμα.

  Είχαν περάσει δέκα μήνες από τότε που χωρίσανε τσι Αγορές. Δέκα μήνες κι ακόμα δεν είχε δει τα μάτια του όσες προσπάθειες και αν έκανε. Τον αγαπούσε ακόμα. Την αγαπούσε κι εκείνος. Μα οι συνθήκες στο χωριό ήταν τέτοιες, που λες κι αποφάσισαν σιωπηρά, να δοκιμάσει ο ένας τον άλλον.
Και αυτή η δοκιμασία ήταν που προκάλεσε το φονικό. Που περιγράφω τώρα, όπως το άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες.

  Ήταν Χριστούγεννα, και  το απόγευμα θα χόρευαν. Οι χοροί στο χωριό πριν εκατό χρόνια, ήταν πολύ συνηθισμένοι. Άρχιζαν όταν άνοιγε το Τριώδιο, και συνεχίζονταν- κάθε Κυριακή- μέχρι τσι Στρινές. Και από τη Λαμπριά, μέχρι τση Πεντηκοστής. Και χορεύανε οι περισσότεροι νηστικοί, ή με αγριολάχανα, παρ’ όλο που η παροιμία λέει, νηστικό αρκούδι δε χορεύει!

  Αυτά τα Χριστούγεννα, που έγινε το φονικό, πιάσανε το χορό στο στο Φόρο, αμέσως μετά το… φαΐ. Ήταν καλός και ο καιρός. Ήρθανε τα βιολιά και το ταμπούρλο. Άρχισαν να παίζουν και να καλούν τσου χωριανούς. Επιάκανε το χορό όσοι ήταν εκεί. Στην αρχή ήταν μόνο δυο- τρεις άντρες. Σιγά- σιγά μαζεύτηκαν και οι γυναίκες και νοστίμισε ο χορός.
Κάποιοι άντρες ήταν μέσα στο αργαστήρι του Τόπου και κουτσόπιναν. Βγήκε ένας, έπιακε το χορό κι έβαλε τη Θανασιά μπροστά… 

  Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά στο Φόρο, και ο Θωμάς καθότανε στο πεζούλι του Στόδουλου. Ακριβώς στη γωνία που στρίβει ο δρόμος για το μαγαζί του Χαρίλαου. Είχε βάλει το ένα ποδάρι πάνω στ’ άλλο. Δεν ήθελε να συναντηθεί το βλέμμα του με αυτό τση Θανασιάς. Από τότε που χωρίσανε, τσι Αγορές, ορκίστηκε να μη την ξανακοιτάξει.
Μπροστα του, και σε απόσταση ενός μέτρου, πέρναγε ο χορός. Ήτανε απλυχώρια. Αν ήθελαν μπορούσαν να χορεύουν χωρίς καθόλου να τους εμποδίζει το ποδάρι του.
Η Θανασιά όμως, μόλις έφθανε κοντά του, τίναζε τους γοφούς της, και τα ροκέττα της ακουμπούσαν στο ποδάρι του Θωμά.
Ο Θωμάς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε κι η Θανασιά όμως έκανε πίσω…


…Ο Νοδάρος έζησε μια ώρα με το μαχαίρι καρφωμένο μέσα στα σωθικά του.
Όμως πρόκαμε να πει σε όλους πως ο Θωμάς δεν ήταν ο φονιάς.
«Ο φονιάς θα ήμουν εγώ αν δεν προλάβαινε ο Θωμάς- είπε- γιατί εγώ πήγα αποφασισμένος να σκοτώσω. Και μάλιστα άδικα.»
Ακόμα είπε στους δικούς του να πάνε στο δικαστήριο να του συμπαρασταθούν.
Όπως και έγινε.
Ο Θωμάς δεν τιμωρήθηκε. Έζησε όμως την υπόλοιπη ζωή του, με το βάρος στη συνείδηση πως είχε αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή.

  Μετά από πέντε χρόνια, η Θανασιά παντρεύτηκε τον Δημήτρη του Θοδωρέλου. (Χαρτοφύλακα). Τον Μπούτη, όπως τον παρανόμιζαν. Ο Δημήτρης ο Μπούτης ήταν αδερφός του πατέρα της μάνας μου. Η Θανασιά λοιπόν ήταν θειά μου. Την πρόλαβα κι εγώ γριά πια, και τελείως τυφλή.

  Ο Μπούτης είχε αργαστήρι (μαγαζί), στο Φόρο. Είχε κάρο και άλογο. (καρολόγος) Τον πρόλαβα και αυτόν.

 Βαλανειό- Κέρκυρα
Παπά-Καβάσιλας- 1984.                                             

Χρήστος Κρασάκης- 2012.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Η Κηδεία

Ένα ακόμα αδημοσίευτο διήγημα του Παπακαβάσιλα απο το χειρόγραφο του που μας στέλνει ο Χρήστος.



…και ρωτάω τον εαυτό μου
-Γιατί;
Και απάντηση δε λαβαίνω από πουθενά…

Θα το γράψω είπα μέσα μου κι ας γίνει ότι γίνει. Μα πως ν’ αρχίσω; Μια συνηθισμένη κηδεία είναι εύκολο να την περιγράψεις. Πως όμως να περιγράψεις τη κηδεία ενός παιδιού, αποδιωγμένου από τη στιγμή που γεννήθηκε, καθώς και της μητέρας του, από μια κλειστή κοινωνία με σαθρούς και απαράβατους κανόνες- τις μέρες του 1932- επειδή «νόμιζαν» πως ήταν μούλικο;

Τη λέξη «νόμιζαν» παρακαλώ να την τονίσετε. Γιατί δεν ήταν. Αλλά και να ήταν τι θα άλλαζε; Δεν θα ήτανε ένα παιδί; Δεν θα είχε πεθάνει; Η μάνα του, δεν θα ήταν η μάνα του; Εδώ δε θα συνέχιζαν να ζουν, μάνα και παιδί, αντιμετωπίζοντας τα ίδια βάσανα μαζί με όλους τους άλλους, τις ίδιες πίκρες και τις ίδιες δυσκολίες;

Και αν δεν πέθαινε αυτό το παιδί, τι ζωή του ετοίμαζαν να ζήσει όλοι, ακόμα και οι συγγενείς του;

Το παιδάκι το λέγανε Σπύρο. Την έκτη μέρα της ζωής του, η μάνα του είδε πως δεν ήτανε καλά, όπως ήξερε από τα άλλα της παιδιά, και μήνυσε στον παπα- Χάχαλη να έρθει να το βαφτίσει προτού πεθάνει. Το βάφτισε και σε λίγες μέρες πέθανε…

Η οικογένεια αυτή ήτανε φτωχοί άνθρωποι. Δεν είχαν χτήμα, ίσα- ίσα δυο ελιές να τρώνε λίγο λάδι κάπου- κάπου. Ο άντρας έφυγε και πήγε έξω από την Κέρκυρα για να δουλέψει, να ζήσει και αυτός, και να στέλνει στη γυναίκα του και στα παιδιά του ό,τι μπορούσε για να περνάνε. Η γυναίκα έκανε κι αυτή ότι μπόρουνε, όπως όλοι μας, να οικονομάει κάτι να φάνε και τα άλλα δύο παιδιά της.

Κατά κακή της τύχη η γυναίκα είχε κάποιο συγγενή σχετικά εύπορο ο οποίος πήγαινε που και που στο σπίτι, και ίσως να τους έδινε και καμιά βοήθεια. Ακόμα και ένα παξιμάδι για τη γυναίκα αυτή ήταν πολύ. Ο συγγενής της όμως, είχε «κακό όνομα» και η γυναίκα ήταν όμορφη. Ο κόσμος δεν ήθελε άλλο τίποτα να της κολλήσει τη ρετσινιά. «η γυναίκα έχει αγαπητικό». Μέχρι που πέθανε το παιδί το άκουγα κι εγώ. Όταν πέθανε όμως, σταμάτησαν όλοι να το κουβεντιάζουν.

Φεύγοντας ο άντρας της, την είχε αφήσει έγκυο. Ο κόσμος όμως δεν έκαμε καλό λογαριασμό. Ακόμα και οι δικοί της. Ο πεθερός της, ο κουνιάδος της, η συννυφάδα της… που όπως έλεγαν «είχε πολλά στο ενεργητικό της». Ακόμα και η μάνα της κι ο αδερφός της αντί να τη ρωτήσουν, να τους πει, να την πιστέψουν, άκουγαν τι έλεγε ο κόσμος.

Γέννησε χωρίς τη βοήθεια κανενός συγγενή. Δεν πήγε κανένας να δει το παιδί και τη λεχώνα. Μόνο η Σοφία του Μπουντή που ήτανε τότες μαμή αλλά και σαβανώτρια, ήταν και καλός άνθρωπος.

Και στην κηδεία λοιπόν δεν ήτανε κανείς. Μόνο η μάνα του παιδιού, και η Σοφία του Μπουντή. Που ήτανε και σαβανώτρια… αυτή έφερε την κάσα. Ένα κομμάτι σανίδι δηλαδή, εξήντα εκατοστά μάκρος και εικοσιπέντε πλάτος. Είναι πιθανόν να είχε και στο σπίτι της τέτοια σανίδα, γιατί τότες πέθαινε σχεδόν ένα παιδί κάθε μήνα. Αν δεν είχε, πρέπει να πήγε γύρω από το νεκροταφείο και να έψαξε μέσα στα χόρτα και μέσα στις μυρτιές, γιατί όταν θάβανε τα παιδιά, το σανίδι το πέταγαν εκεί γύρω και το άφηναν να σαπίσει. Αφού το καθάρισε από τα χώματα, τύλιξε το παιδί σε μια μπόλια της, αφού καμιά από τις δύο γιαγιάδες που είχε δεν ήταν εκεί, το συγύρισε και έστειλε κάποιον να πάει στον Αϊ Δημήτρη να φωνάξει τον παπά για να το κηδέψει.

Οι άνθρωποι που λάβανε μέρος σ’ αυτή τη κηδεία ήταν η μάνα του παιδιού, ο παπά- Χάχαλης, η Σοφία του Μπουντή, που είχε και το μεγαλύτερο ρόλο, ο Φιλιππής του Ράδου, κι εγώ που γράφω- ο παπά- Καβάσιλας- που είμαστε οι βοηθοί του παπά- Χάχαλη- γραμματικούδια.
Όλα τα συνειδητοποίησα ύστερα από πολλά χρόνια. Όταν έγινα άντρας και παπάς. Οι ίδιοι άνθρωποι που τότε λέγανε πως το παιδί ήτανε μούλικο, αυτοί έλεγαν μετά από χρόνια πως άδικα- οι άλλοι- συκοφαντούσαν μάνα και παιδί…
Μα ποιοι ήταν οι… άλλοι;
Και μόνος ρώτησα τον εαυτό μου, «πότε λέγανε την αλήθεια;»
Όταν γέννησε η γυναίκα λέγανε στα μαγαζιά ειρωνικά «να τση ζήσει» και κάνανε μια γκριμάτσα κοροϊδευτική…

Μετά από έξι μέρες αφ’ ότου γεννήθηκε το παιδί, ήμουν έξω από τον Άγι’ Αρσένη, ήταν απόγευμα και ήρθε ο παπά- Χάχαλης και μου λέει, «πάρε τη κολυμπήθρα και έλα μαζί μου στο σπίτι του Σ…, θα βαφτίσουμε το μωρό γιατί είναι άρρωστο». Ήταν και ο Φιλππής εκεί. Ήταν και αυτός γραμματικούδι του παπά- Χάχαλη. Πήραμε τη κολυμπήθρα και πήγαμε. Νουνά ήταν η θειά μου η Μαρίνα του Τσούρη. Δεν θυμάμαι αν μας έδωκε και κανένα δίφραγκο. Ασφαλώς θα μας έδωκε!

Ύστερα από λίγες μέρες, ενώ δούλευα τα αμπέλια στο χωράφι μας στο Αλώνι. Κατά τις έντεκα το πρωί, ακούω να με φωνάζει ο μπάρμπας μου ο Αντρέας και να μου λέει, «έλα Γιάννη έλα στο χωριό γιατί πέθανε» νομίζοντας πως θα καταλάβαινα ποιος πέθανε… μα ο λόγος ήταν φανερός: δεν μπορούσαν ούτε καν το όνομά να προφέρουν δυνατά. Ούτε της μάνας, ούτε του νεκρού πια παιδιού της.

Αφού με φώναξε ο μπάρμπας μου, σκουπίστηκα, ποδέθηκα, κι έτρεξα στο χωριό. Όταν μπήκα στο χωριό έμαθα ποιος πέθανε κι έτρεξα προς τον Άγ’ Αρσένη να προλάβω τον παπά, που μου είπανε πως είχε έρθει. Όπως περνούσα έξω από τη κουζίνα του Πουλή, που αργότερα έγινε κουρείο, με είδε ο Πουλής, κατάλαβε που πήγαινα και μου λέει: «Δεν πρόλαβες. Το πήρανε. Αλλά σύρε να ιδείς γιατί δεν είναι κανένας εκεί που να φελάει, και να μπορέσει να κάμει το λάκκο… δίκοπη τσούδωκα εγώ…». Ο Πουλής είχε δει αυτή τη παράξενη πομπή να περνάει στα κλεφτά μπροστά από το σπίτι του. Είχε δει το Φιλιππή, με κομμένα τα γόνατα από το φόβο του, να κουβαλάει το σανίδι με το νεκρό παιδί στον ώμο, και κατάλαβε.

Ανεβαίνω τον Καρλακάδη και φτάνω στον Άϊ Νικόλα. Εκεί τι είχε γίνει: το κλειδί της εκκλησιάς το είχε η Θοδώρα, και ο αδερφός της ο Αντρέας είχε πάει τσου Βοθύνους να τη φωνάξει που ήτανε με τα ζα της. Άργησε όμως να έρθει, και βρήκα τον παπά με το πετραχήλι και το θυμιατό έξω από την εκκλησιά. Είχαν αποθώκει το σανίδι με το νεκρό παιδί στο κατώφλι της πόρτας και το διαβάζανε. Δίπλα στον παπά, ήταν ο Φιλιππής κίτρινος σαν το λεμόνι από το φόβο του… κάθισα κι εγώ δίπλα στον παπά που διάβαζε ακόμα, και μετά από λίγο έρχεται η Θοδώρα λαχανιασμένη και φοβισμένη μην τη μαλώσει ο παπάς,  με το κλειδί στο χέρι. Ο παπάς όμως δε μίλησε. Άνοιξε τη πόρτα η Θοδώρα και μπήκαμε μέσα στην εκκλησιά.
Εμένα μ’ έτρωγε η περιέργεια να ‘δω ποιος θα σήκωνε τη σανίδα με το νεκρό παιδί, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν εδώ οι άνθρωποι που κάνανε αυτή τη δουλειά, οι πιτσικαμόρτοι. Οι νεκροθάφτες δηλαδή, που πήγαιναν σε όλες τις άλλες κηδείες του χωριού μας. Έσκαβαν και το λάκκο στο σωστό μέρος, στις σωστές διαστάσεις, αφού μέτραγαν μ’ ένα καλάμι τον πεθαμένο, και κάνανε και όλες τις άλλες δουλειές που τους αναλογούσαν. Αν δεν πήγαιναν οι νεκροθάφτες, κάποιοι συγγενείς αναλάμβαναν να κάνουνε αυτή τη δουλειά.

Με κατάπληξη βλέπω το Φιλιππή να σκύβει, να σηκώνει τη σανίδα με το νεκρό παιδί, και να προχωράει μπροστά προς το εσωτερικό της εκκλησιάς. Έκαμε να σταματήσει μέσα στην εκκλησιά, και να το αποθώκει αλλά ο παπάς δεν τον άφησε, «προχώρει», του λέει, κι εμένα μου λέει, «άνοιξε». Εγώ αμέσως έτρεξα να ανοίξω την άλλη πόρτα του ναού, που οδηγεί στο νεκροταφείο και βγήκαμε όλοι έξω. Προχωρήσαμε όλοι μαζί προς ένα σημείο που είδαμε λίγο χώμα φρέσκο σκαμμένο. Εκεί ήταν το μνήμα που είχε σκάψει ο Φιλιππής με τη δίκοπη που τους είχε δώκει ο Πουλής. Και ήταν όλο κι όλο είκοσι εκατοστά πλάτος, είκοσι εκατοστά βάθος, και σαράντα εκατοστά μάκρος. Με λίγα λόγια δε χωρούσε μέσα το παιδί. Τότε μου λέει ο παπά- Χάχαλης, «σκάψε λίγο ακόμα Γιάννη μην το βγάλουν οι σκύλοι κι έχουμε εμείς την αμαρτία». Έπιακα τη δίκοπη, εμεγάλωσα και βάθυνα το λάκκο και θάψαμε το παιδί…

Τα σχόλια για το πως, και για το γιατί, δεν φάνηκε κανένας άνθρωπος να βοηθήσει,   έστω και στον θάνατο, τα κάμαμε στην αρχή. Ήτανε μούλικο. Και δεν δικαιούνταν τίποτα. Ούτε καν να θαφτεί.
Αυτό που έκαμε ο παπά- Χάχαλης το αποφάσισε μόνος του. Και ήτανε αντίθετο στους άγραφους νόμους και στα έθιμα μιας μικρής κλειστής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Μιάς κοινωνίας που υπέφερε από τους πολέμους τις κακουχίες και τη φτώχεια. Που τους δίνανε ένα κάρτο αλεύρι με το δελτίο για να κάμουνε λίγο ψωμί ή λίγη πουλέντα. Που τους κοροϊδεύανε η εξουσίες και οι παρτσινέβελοι… ο ένας θα έκανε τη Μεγάλη Ελλάδα, εξολοθρεύοντας ετούτη τη μικρή,  κι’ ο άλλος έφερνε στο λουτρουβιό τα δικά του αγγειά για να πέσει μέσα αυτό το έρημο το λάδι, και να το πάρει απ’ ευθείας, χωρίς να μείνει ούτε μια στάλα, ακόμα και για τους χωριανούς πιστωτές αυτών των ταλαιπωρημένων ανθρώπων.
Πως ζούσανε αυτοί και πως μεγαλώνανε τα παιδιά τους ήταν ένα μυστήριο…
Μάλλον δεν ήταν και δεν είναι. Αλλά πού να βρεθεί ο αρμόδιος να δώκει την απάντηση; Όσο και να προσπαθήσω- που το κάνω όπως μπορώ- να συνεισφέρω, ώστε να καλυτερέψει κάπως αυτή η κατάσταση… πάλι δεν γίνεται τίποτα…

Είναι Αλωνάρης του 1983. βρισκόμαστε στο τελευταίο δεκαήμερο του μήνα. Πέρασε και η γιορτή του Άϊ Λιά. Πριν το 1940 θα πήγαιναν πολλοί στο πανηγύρι με τα πόδια για να φάνε φτηνό ψημένο κοτόπουλο. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του πανηγυριού. Τα φτηνά ψημένα κοτόπουλα. Τώρα εδώ στο χωριό περνάει απαρατήρητο.
Κάνει πολλή ζέστη αυτές τις μέρες, έχω και δύσπνοια. Μήτε στο κρεβάτι μπορώ να κάτσω, μήτε ασκωμένος, και το κεφάλι μου πονάει και χτυπά πίσω από τα αυτιά. Μου κόβεται η αναπνοή και πέφτω κάτω ξέπνοος και τσιλιπουρδάω από τους πόνους και τη δυσφορία.
Μα γιατί τα γράφω όλ’ αυτά; Ξέρω κι εγώ; Νομίζω πως πάλε δε θα κάμω τίποτα…
Θα γράφω, θα γράφω, θα γράφω, και ύστερα θα σκίζω, θα σκίζω, θα σκίζω, με μανία… θα έλεγα με μίσος. Αυτά που γράφω- όταν είναι αληθινά- είναι σχεδόν πάντα καλά. Αυτά που είναι ψέματα- βγαλμένα από τη φαντασία μου δηλαδή- δε μου αρέσουνε… όμως με πιάνει μια μανία να σχίζω μόνο τα καλά, και να αφήνω τα άλλα που δε μου αρέσουνε.

Με τον Φιλιππή του Ράδου, ήμασταν φίλοι και γειτόνοι. Εκείνος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από ‘μένα. Ήτανε καλό παιδί και πολύ αδύνατο. Ανήσυχο πνεύμα. Είχε παππού τον καλύτερο βιβλιοδέτη της Κέρκυρας. Ήταν ο μόνος που έκανε χρυσοτυπίες σε δεμένα βιβλία, φτιάχνοντας μια ειδική κόλα που κόλλαγε το χρυσάφι και δεν έφευγε ποτέ. Ποτέ του δεν έδειξε στον Φιλιππή- τον εγγονό του- να μάθει τη δουλειά, κι ο Φιλιππής κοίταζε λαθραία για να τη μαθαίνει… ναι κυριολεκτώ, και αγανακτώ που το θυμάμαι.
Μαζί πηγαίναμε στο Άγιο Βήμα κι εξυπηρετούσαμε τον παπά. Μαζί πηγαίναμε και στις άλλες γιορτές. Στον Άϊ Δημήτρη ή στη Παναγία τη Παντάνασσα, και του κάναμε τους ψάλτες. Μας έδινε κάπου- κάπου και κανένα δίφραγκο!
Εγώ ανακατευόμουν περισσότερο, γιατί ο πατέρας μου εχτός από ψάλτης ήταν και καντηλανάφτης. Δηλαδή «Νόντσολος», όπως τους λέγανε τότες. Τότες τα περισσότερα Μυστήρια γίνονταν στα σπίτια. Προπάντων τα βαφτίσια, σπανίως γίνονταν στην εκκλησιά. Ακόμα και οι γάμοι, μέχρι τις μέρες μου, όπου είχα κάμει κι εγώ μερικούς.
Ο Φιλιππής ήταν καλός και υπάκουος. Σε όλα ήταν πάντοτε παρών… εκτός απ’ τις κηδείες… τις απέφευγε γιατί φοβότανε πολύ. Είτε μικρός, είτε μεγάλος ήταν ο πεθαμένος… για τον Φιλιππή ήταν ένας πεθαμένος. Όταν πέθαινε κανένας στο χωριό, ο Φιλιππής πολλά βράδια δεν κοιμότανε καθόλου.
Γι’ αυτό κι εγώ τα έχασα όταν τον είδα να σηκώνει τη σανίδα με το νεκρό παιδί στο νεκροταφείο, και απόρησα, γιατί δεν ήξερα τι είχε προηγηθεί.

Λοιπόν να τι είχε συμβεί. Όταν ήρθε ο παπάς από τον Άϊ Δημήτρη- αυτή τη φορά ήρθε από τσι Χιλιδρονιές- άλλες φορές έρχονταν από το Στρινογούλι- πέρασε έξω από το σπίτι του Φιλιππή, και έξω από το δικό μου. Μας φώναξε, αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί, και μόλις ξεμύτισε φοβισμένος ο Φιλιππής, του είπε «έλα εσύ, πάμε…». Ο Φιλιππής δεν μπορούσε να του ‘πει ότι δεν πάει, και ξεκινήσανε οι δυο τους για το σπίτι που ήτανε το πεθαμένο παιδί.
Στο σπίτι αυτό δεν ήτανε κανείς άλλος, εκτός από τη μάνα και τα δυο κατατρομαγμένα αδερφάκια του, κρυμμένα σε κάποια γωνιά, τρακαρισμένα και νηστικά. Η Σοφία του Μπουντή είχε φύγει για λίγο, να μαγειρέψει κάτι να φάει ο άντρας της το μεσημέρι, που θα γύριζε από τσι Βαθές που έσκαβε.
Πέρασε ο Φιλιππής από την εκκλησιά, για να πάρει το πετραχήλι και το θυμιατό με αναμμένα κάρβουνα, που θα εύρισκε από κάποια κουζίνα στο δρόμο. Αφού ο παπάς φόρεσε το πετραχήλι, πήρε το θυμιατό, θυμιάτισε, διάβασε ότι ήταν να διαβάσει, και περίμενε να ‘δει κάποιον που θα έπαιρνε το παιδί. Αφού έψαξε με το βλέμμα του και δεν είδε κανέναν, τότε λέει στον Φιλιππή: «Έλα Φιλιππή, πάρτο και πάμε…».
Ο Φιλιππής τάχασε. Χωρίς να μιλήσει έκαμε δυο βήματα πίσω, οπότε ο παπάς του ξαναλέει: «Έλα Φιλιππή, πάρτο να τελειώνουμε…»
«Όχι, όχι- ψέλλιζε ο Φιλιππής- εγώ δεν το παίρνω, δεν μπορώ…». «Πάρτο» του ξαναλέει ο παπάς. Ο Φιλιππής ανένδοτος. Τότε ο παπάς βάνει μια φωνή και του λέει, «θα το πάρεις;» πολύ δυνατά, «αν δεν το πάρεις εσύ, τότε βάλε το πετραχήλι, πάρε και το θυμιατό, και το παίρνω εγώ…» και τον κοίταξε άγρια μ’ εκείνα τα τρομερά του μάτια, που το ένα ήταν καστανό και το άλλο ήτανε γαλάζιο!

Ο Φιλιππής τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Τι να κάμει. Παιδόπουλο ήτανε κι αυτός.
Έσκυψε και πήρε το σανίδι με το νεκρό παιδί, που ήταν τυλιγμένο με μια άσπρη καθαρή μπόλια τση Σοφίας- που ήτανε μαμή, αλλά και σαβανώτρια- και φύγανε για το νεκροταφείο…
«Ω, τις μη θρηνήσει, τέκνον μου, ότι βρέφος άωρον εκ μητρικών αγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας…».

Και όλ’ αυτά γιατί;
Γιατί τόσο οι συγγενείς, όσο και το υπόλοιπο χωριό, είχαν βγάλει το συμπέρασμα πως αυτό το παιδί ήτανε μούλικο…
Μούλικο τις είκοσι μέρες που είχε ζήσει… κι ύστερα… σαν το σπουργίτι γρήγορα πέταξες…

Η ζωή συνέχισε στους ρυθμούς της, σα να μην είχε γίνει τίποτα. Τα καφενεία ξαναγέμισαν κόσμο. Άρχισαν πάλι τα πειράγματα και τα τραγούδια. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλον, να αγγίζουν στα κλεφτά ο ένας τον άλλον, σα να τους έσπρωχνε ένας ακατανόητος φόβος για το άγνωστο του επόμενου λεπτού…

Και ήτανε σα να περιμέναμε όλοι μαζί το επόμενο θύμα. Το θύμα που θα ήτανε κάποιος από ‘μας πάλι… μπορεί κι αυτός ακόμα, που θα αποφάσιζε ν’ αποτινάξει αυτό το φόβο… και να αρπάξει τη ζωή από τα πέτα, και να την ξετινάξει, και να μην την αφήκει να του ξαναφύγει πια από τα χέρια του… και να τη κουμαντάρει, και να την οδηγάει αυτός στα άγνωστα μονοπάτια της αλήθειας και της κατανόησης… και να μην την αφήνει να γυρίζει αδέσποτη μέσα στα γνώριμα λαγούμια της ψευτιάς της υποκρισίας και του φόβου, να διακονεύει…

Αλωνάρης 1983
ΠαπάΚαβάσιλας- Βαλανειό- Κέρκυρα.

Επιμέλεια: Χρήστος Κρασάκης- Φλεβάρης 2012.