Ένα διήγημα του Χρήστου Κρασάκη
Χειμώνας 1963. Φτώχεια πείνα και μαυρίλα, άλλά και καινούργιο Σχολείο και πολλά παιδιά- γύρω στα ογδόντα- και τρεχαλητό. Πολύ τρεχαλητό!
Τρέχαμε το πρωί στο διάλειμμα, τρέχαμε το μεσημέρι στο σχόλασμα, τρέχαμε το βράδυ.
Δεν ξέραμε από Ινδιάνους και τέτοια. Δεν ξέραμε τι γίνεται ούτε στους Κυπριανάδες καλά- καλά.
Δεν είχαμε παιγνίδια, δεν είχαμε παπούτσια. Τα αυτιά μας είχανε μέσα ίσαμέ δύο κάρτα λίγδα. Το κεφάλι μας κουρεμένο γουλί μέσα στη βρώμα, γεμάτο σημάδια από τις «στραβές» της χειροκίνητης μηχανής του κουρέα, με δύο εξογκώματα πάνω από το μέτωπο. Ένα δεξιά κι ένα αριστερά, προοίμιο δύο ρωμαλέων κεράτων. Υπάρχουν φωτογραφίες της εποχής που φαίνονται αυτά τα σημάδια γιατί το φως που πέφτει επάνω- σα να παραξενεύεται κι αυτό- τα τονίζει…
Τρέχαμε, τρέχαμε και φωνάζαμε. «Σκοτώναμε» ο ένας τον άλλον και μετά ο «σκοτωμένος» περίμενε(;) να τελειώσει η «Μάχη» για ν’ αρχίσει το άλλο παιγνίδι!
Ότι κάναμε, το κάναμε επί τροχάδην: Βλέπαμε το χωροφύλακα, σταματούσαμε για λίγο να ακούσουμε τι λέει, αλλά μίλαγε σε μια παράξενη ακαταλαβίστικη γλώσσα. Ήτανε Ηπειρώτης… και πάλι φεύγαμε, φεύγαμε τροχάδην!
Ένα βράδυ, όπως έτρεχα, με αρπάζει ο πατέρας μου, μου δίνει μια μπουκάλα πράσινη κι ενάμιση φράγκο να πάω στου Στέλιου «να πάρω πετρόλιο για τσι λάμπες.» Αρπάζω τη μπουκάλα και τα λεφτά στο φτερό, και τρέχω προς το Φόρο.
Έξω από του Λάγιου βλέπω το Στέλιο με το χωροφύλακα να κουβεντιάζουν. Λέω του Στέλιου βαριανασαίνοντας και κεκεδίζοντας: «Ο-ο πα-πα-τέρας μου, μ-μούπε να μου δώκεις πε-πε-τρόλιο». Κι ο χωροφύλακας, με ύφος γραμματισμένου και πολύξερου ανθρώπου μου απαντάει: «Πιτρέλιο ρεϊ- πιτρέλιου του λεν»!
Τρέχαμε πέρα στου Ντόλου, που δίπλα στο μπακάλικο ήτανε το ελαιουργείο και την κίνηση την έδινε ένα δύστυχο άλογο χρώματος καφέ. Δεν υπήρχε ακόμα ρεύμα. Η «γεννήτρια» του ελαιουργείου ήταν αυτό το άλογο…
Όταν οι λουτρουβιάριδες παίρνανε χαμπάρι ότι φθάνουμε κάνοντας φασαρία, έβγαιναν έξω, μας έκοβαν το δρόμο και μας έχωναν μέσα, ώστε να φωνάζουμε και να τρέχουμε εκεί… κι έτσι, την ώρα που ήταν να παραδώσουνε το πνεύμα- άλογο και άνθρωποι- συνήθως απόγευμα- γίνονταν μέσα στο λουτρουβιό το έλα να δεις… ξύπναγαν οι πάντες και ξανάρχιζε η δουλειά!
Ακόμα θυμάμαι τη μυρουδιά αυτού του αλόγου, μπερδεμένη με τη μυρουδιά του φρέσκου λαδιού, τον ιδρώτα του και τις καβαλίνες.
Θυμάμαι το μάτι του- ένας φακός που μέσα του καθρεφτίζονταν ο κόσμος μου. Η καλοσύνη και η καρτερικότητα. Όταν μισάνοιγε η παρωπίδα… όπως μισανοίγει μια πόρτα για να μπει ο πιο αγαπημένος μας φίλος…
Λίγο πιο κάτω, πάνω από του Τσόμπρου που ήταν το χώμα μαλακό, παίζανε τσι μπάλες οι μεγαλύτεροι: ο Πέτρος του Μπόγια, ο Κωσταλύκος, ο Σπύρος ο Φασουλής, ο Νίκος του Τρύπου, ο Δημητρούλης τση Λαμπρινής, ο Πέτρος του Μανώλη και άλλοι. Στήνανε τα ίτζαλα και σε περίοπτη θέση τσι πιτσακούρες. Οι πιτσακούρες, ήτανε ίτζαλα με «ζωγραφιές» επάνω και οι αξία τους πολύ μεγάλη. Τις κουβαλούσαμε στις τσέπες μας σαν χρυσές λίρες και όλοι αυτές σημάδευαν με τις μπάλες τους!
Εμείς τρέχαμε και περνάγαμε από πάνω και τα ξεστήναμε, τους τα χαλάγαμε, κι ο Κωσταλύκος φώναζε: «πάλε τα κωλόπαιδα περνάνε- τώρα πέρασε κι ο Νουίνης πάνω στο γάιδαρο και μου τσάκισε δύο πιτσακούρες»…
Ο Νουίνης πάνω στο γάιδαρο, ήτανε θέαμα μοναδικό! Ατραξιόν που δεν μπορεί να ξεχαστεί με τίποτε: Σε γενικές γραμμές, θύμιζε τη στάση του Χριστού μπαίνοντας στα Ιεροσόλυμα. Όμως εδώ, ο Νουίνης, ήταν πολύ χοντρός με μεγάλη κοιλιά και καθώς κάθονταν με το πλάι πάνω στο γάιδαρο, η κοιλιά του γαιδάρου έκανε μια καμπύλη προς τα κάτω- πλησίαζε στο χώμα- και προς την αντίθετη πλευρά, ενώ η κοιλιά του Νουίνη έκανε προς τα κάτω, αλλά από την πλευρά που κάθονταν! (Το κέντρο βάρους δηλαδή, μετατοπίζονταν σε κάθε βήμα του ζώου, εκεί που γύριζε η κάθε κοιλιά- αν καταλάβατε).
Το σύμπλεγμα αυτό πήγαινε πολύ σιγά και ο Νουίνης φώναζε και σχολίαζε τα πάντα. Ό,τι έβλεπε μπροστά του και όχι μόνο. Το συνέκρινε κι όλας με κάτι παρόμοιο που έγινε χθες, προχθές, αντιπροχθές, πέρυσι, ακόμα και με κάτι παρόμοιο που είχε συμβεί στην Αρχαία Ελλάδα!
Σε αυτή τη στάση, που όποιος τον έβλεπε αναρωτιόνταν πως μπορεί και ισορροπεί, ένα βράδυ κράταγε στη μια παλάμη του με λυγισμένο τον καρπό- σαν τρόπαιο- ώστε να το βλέπουν όλοι, ένα ολοζώντανο χρυσοκίτρινο πεπόνι- και με το άλλο χέρι το σκοινί του γαϊδάρου.
Αυτός δε μίλαγε. Αλλά κάποια γυναίκα φώναξε: «Από τη Κοϊκιά- από τη Κοϊκιά!!»
Κι εμείς, που δεν είχαμε δει ποτέ πεπόνι μέχρι τότε, σημειώναμε με ανεξίτηλα γράμματα στη μνήμη μας τη λέξη «Κοϊκιά».
Κάτι σαν Γη της Επαγγελίας δηλαδή. Και βέβαια ήμασταν έτοιμοι να την… κατακτήσουμε- μόνοι μας- χωρίς τη βοήθεια κανενός!
Δεν καταφέραμε τίποτα όμως…
Μόνο στα όνειρά μας βλέπαμε έναν επίγειο παράδεισο με όμορφες βραγιές από πεπονιές, καρπουζιές, ωραία δέντρα με ροδάκινα και βερίκοκα…
Μπορεί κάποιοι μεγαλύτεροι από εμάς να είχαν φθάσει- απ’ ότι ακούω- από το Θωμά και τον Περικλή. Αλλά δε βρήκαν τίποτα. Διότι στο Βαλανειό… δεν ευδοκιμούν τα πεπόνια…
Ακόμα και τώρα, όταν πηγαίνω προς τα εκεί, μου έρχεται μια σφοδρή επιθυμία να ψάξω γι’ αυτό το «θαύμα», μέσα στους λόγγους πια…
Ίσως η Γη της Επαγγελίας να μην υπάρχει καθόλου και το παράλογο της ζωής να μας αναγκάζει να την εφευρίσκουμε κάθε τόσο και σε διαφορετικό μέρος, μέσα στη μνήμη μας, για να μπορέσουμε να αντέξουμε αυτό τον παραλογισμό που λέγεται ζωή.
Για να μπορέσουμε να λέμε «ζωή»- αυτό που μας επιβάλει να κάνουμε η συνήθεια…
Μα τα παιδιά δε μπορούνε να το χωνέψουνε αυτό το πράγμα. Τα παιδιά δε θέλουν να παριστάνουν το Σίσυφο: Βλέπουνε τα βουνά από μακριά και θέλουνε να πάνε εκεί, να δουν τι γίνεται και ύστερα να φύγουνε, να πάνε αλλού να δουν κι εκεί τι γίνεται. Δε νοιάζονται για μικρά πράγματα- ούτε για μεγάλα… και το βράδυ στα όνειρά τους μπορούν και φτιάχνουνε βραγιές με πεπόνια, δέντρα με λωτούς, κάνουνε πόλεμο με άγρια θερία και με τα στοιχειά της φύσης…
Δε λειτουργεί στη λογική των παιδιών η κατάρα των Θεών. Δεν κάνουνε το ίδιο πράγμα κάθε μέρα- δεν καταδέχονται τέτοια τιμωρία! Θα τα παρατήσουνε. Θα φύγουνε. Θα πάνε να ονειρευτούν…
Καλύτερα το’χουν να φάνε μερικές λουριές ή μερικές βιτσιές και την άλλη μέρα, πάλι από την αρχή!
Έτσι λοιπόν, καθώς βγήκαμε από το λουτρουβιό μια μέρα και πήγαμε δίπλα να αγναντέψουμε στο «Στρατί», να δούμε αν έρχεται κανένα φορτηγό και να τρέξουμε να «κολλήσουμε», όπως το μάτι μας πέρασε πάνω από τα βουνά, είδαμε πράγμα ασυνήθιστο: Πάνω από τον Αϊ Νικόλα στα Νερούλια, στο λόγγο του Πάντου, που κάθε μέρα τον βλέπαμε να χρωματίζεται από το φως του ήλιου και του ουρανού, τώρα υπήρχε κάτι σαν πληγή. Υπήρχε κάτι σαν αίμα. Κάτι που διέκοπτε… σαν κάποιος να πήγε και μουτζούρωσε αυτό που τόσο καιρό κοιτάζαμε… ταυτόχρονα έρχονταν στ’ αυτιά μας ο αντίλαλος από τσαπιά που σκάβαν… δεν ξέραμε αν ήταν κάτι καλό ή κακό, όμορφο ή άσχημο, δεν είχαμε κάτι να συγκρίνουμε…
Κάποιος είπε: «Ο Πάντος ξεσφαλίζει» και φύγαμε γρήγορα να προλάβουμε το φορτηγό.
Εμένα όμως μου φάνηκε πολύ περίεργο αυτό πράγμα. Κάτι πρωτόγνωρο. Σαν να γίνεται κάποια μεγάλη αλλαγή και οι λέξεις «ξεσφαλίζει», «ξεσφάλι», στριφογύριζαν μέσα στ’ αυτιά μου. Και όλο το βράδυ, στα όνειρά μου, έκανα συνδυασμούς μ’αυτές τις λέξεις.
Έβλεπα μεγάλες «σφαλιές» κι ανθρώπους να τις χτυπάνε με τα τσαπόνια, να πολεμάνε να τις ξεριζώσουν, να σπάσουνε τις ρίζες τους για να μη ξανά φυτρώσουν. Άκουγα τον ήχο του τσαπονιού όταν χτύπαγε πάνω στις πέτρες και γίνονταν πιο οξύς και πιο βίαιος.
Έβλεπα στη θέση των κουραμιών και των πουρναριών αμπελώνες με πράσινα γερά φύλλα, τσαμπιά με χαρούμενα σταφύλια να σφύζουν από ζωή, βραγιές με πεπόνια και καρπούζια, μεγάλα και γερά δέντρα που λύγιζαν από τους πολλούς καρπούς… νερά να τρέχουν και να κελαρύζουν καθαρά και χαρούμενα…
Μέχρι γλυκά και παγωτά «Καπρίς»… έβλεπα στον ύπνο μου, ο αθεόφοβος, να κρέμονται από τα δέντρα!
Έβλεπα το Σπούργιτα να κάααθεται ξαπλωμένος, να κρατάει ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι και να τσιμπολογάει, άνετος χωρίς σκοτούρες με το δάσκαλο, χωρίς παλακουριές, καθαρός- καθαρός, όπως οι Πρωτόπλαστοι στον Κήπο της Εδέμ…
Έβλεπα το Μήτσο- που ήταν φίλος και συμμαθητής μου- να φορτώνει ένα πανέμορφο και γερό γάιδαρο με όλα τα καλά, ήρεμος και χωρίς σκοτούρες κι αυτός: έβαζε τα ροδάκινα, τα πεπόνια, τις ντομάτες, τα καρπούζια ξεχωριστά και από πάνω τα βερίκοκα και τα σύκα που ήταν μαλακά….
Την άλλη μέρα βέβαια, στο σχολειό, έβλεπα τη γνώριμη εικόνα: το Σπούργιτα στο διάλειμμα πάνω στο τσουφυλλίδι, το Δάσκαλο από κάτω να ωρύεται, το Μήτσο με μια τιράνκα να του κρέμεται… και όλοι στο ίδιο χάλι, να γυρεύουμε λίγο ψωμί ο ένας από τον άλλον, όπως ο σκύλος του Τάκη του Σμπύρη ο Κεμάλ και ο Τζακ του δάσκαλου.(Ένας γερο- σκύλος, βλοσυρός και παράξενος που όμως, μόνο με τα παιδιά έκανε χωριό και χαμογελούσε κάπου- κάπου!)
Ήρθα στα συγκαλά μου, γιατί ο Μήτσος ήταν φίλος μου, και με όλα αυτά θα τον έχανα: πως θα γίνεται ο ένας στον Παράδεισο και ο άλλος στην Κόλαση;
Μάλιστα κανόνισα να πηγαίνω πιο συχνά στο σπίτι του Μήτσου για «να διαβάζουμε», να βλέπω και τι γίνεται: τίποτα δε γίνονταν. Ο Γεράσιμος πιο λιγομίλητος, πιο κουρασμένος. Η Μάντε όπως πάντα, άγιος άνθρωπος και γλυκός και με άπειρη αγάπη στα παιδιά. Αγάπη καθαρή και ανεπιτήδευτη που στο τέλος νόμιζες πως μπορούσες να πάρεις κι ένα κομμάτι μαζί σου… να το βάλεις στη τσέπη σου μαζί με τα ίτζαλα και τα σφιγκιά και να το βγάζεις για να σκεπαστείς τις δύσκολες ώρες που κρύωνες ή που σ’ έπιανε το στομάχι σου από τη φτώχεια και τη κακοπέραση…
Οι εργασίες προχωρούσαν στο ξεσφάλι του Πάντου. Οι Βαλανίτες μαζεύονταν καμιά φορά εκεί απόπερα στου Ντόλου, κοιτάζανε και σχολίαζαν: «οπωπώ ορέ, νοικοκύρης που είναι αυτός ο Γεράσιμος,» έλεγε ο ένας. «Και τι εργάτης, που κάνει θαύματα- και τα ‘βαλε με τσου λόγγους και με τα άγρια πουρνάρια,» έλεγε ο άλλος. «Πόσες ξέστες κρασί θα κάμει- πόσους μούρους θα φυτέψει…» Κάποιοι πιο δύσπιστοι λέγανε «πως δε θα κάμει τίποτα, θα ξεμπερδέψει τα παιδιά του και τη Μάντε, θα ξεμπερδέψει και το γάιδαρο… γιατί δεν έχει νερό… και πως θα το κουβαλεί από τον Άϊ Νικόλα… με τσου σίκλους;»
Αυτά όλα τα άκουγα και δε μου έκαναν εντύπωση. Ήτανε μέσα στο σκεπτικό που είχα αναπτύξει μέχρι τότε. Ώσπου ακούω κάποιον να λέει: «το ξεσφάλι το κάνει για να εξασφαλίσει τα παιδιά του!»
Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μου τα άλλαζε όλα μέχρι τώρα. Είχα χτίσει όλο το συλλογισμό στις «σφαλιές» (χαμηλοί θάμνοι). Τώρα έμπαινε καθαρά πιά, η λέξη «εξασφάλιση» που και αυτή ηχητικά ήταν κοντά στο «ξεσφάλι», αλλά δεν ήξερα τι πάει να πει.
Ρωτάω τον πατέρα μου το βράδυ να μου πει, και μου λέει: «θα σου δώκω ένα φούσκο, και θα δεις τι είναι η εξασφάλιση!»
Ούτε καν σφαλιάρα δε μου είπε, μήπως έβγαζα καμία άκρη. Διότι «ασφάλεια» «σφαλιάρα» είναι κάπως κοντά… ηχητικά πάντα ε; Αλλά φούσκος…
Ρωτάω- ποιόν άλλον- το Τάκη το Σμπίρη που καθότανε μισοξαπλωμένος- μισοκοιμισμένος στον ήλιο, μπροστά από το πορτόνι του Άγιακώβου, με λυγισμένο το ένα γόνατο του που πάνω του ισορροπούσε μια κούπα με καφέ: «Ορέ Τάκη… τι θα πει εξασφάλιση;» και χωρίς να κουνηθεί, μόνο ανοίγοντας λίγο το αριστερό του μάτι, μου λέει: «Σύρε φεύγα από τον ήλιο, ορέ γιε του παπά, μη σου κόψω καμία Παναγία!»
Άρχισα να πιστεύω πως είναι κάτι κακό αυτή η… εξασφάλιση. Τα παιδιά δεν ξέρανε τι είναι. Άλλος έλεγε το ένα, άλλος έλεγε το άλλο.
Ντρεπόμουνα να ρωτήσω και τη μάνα μου. «Κι αν είναι «βρομόλογα;» αναρωτιόμουν. «Κι αν με βαρήσει;»
Τέλος πάντων, κάνω τη καρδιά μου πέτρα κι ένα πρωί που με ετοίμαζε για το σχολειό και ήταν κάπως στις καλές της, τη ρωτάω: «μάνα, τι θα πει εξασφάλιση;»
Σκέφτεται για λίγο και μου λέει: «θα πει ασφάλεια»
-Τι θα πει ασφάλεια, ωρή μάνα;
-Ασφάλεια θα πει ότι κάνω κάτι τώρα, για να είμαι ήσυχος αργότερα… Έλα πράττει τώρα να πας στο σχολειό, θα μοιράσουνε το τυρί και δε θα προλάβεις….
Μέχρι τώρα έχω μια απέχθεια γι αυτή τη λέξη, να μα το Σταυρό!
Ό,τι έβλεπα να κάνουν στο χωριό τα παιδιά και οι μεγάλοι, προσπαθούσα να το ερμηνεύσω σαν κάτι που κάνουν τώρα, για να έχουν την ησυχία τους αργότερα.
Τι να την κάνει ένα παιδί νηστικό την «ασφάλεια»- και αργότερα κι όλας;
Εμείς ψωμί θέλαμε και τώρα. Όχι αργότερα…
Έβλεπα τον Τάκη ξαπλωμένο στον ήλιο κι έλεγα: αυτός τι κάνει τώρα, για νά’χει την ησυχία του αργότερα. Αφού και τώρα μια χαρά είναι και αργότερα πάλι το ίδιο θα είναι!
Έβλεπα το δάσκαλο να βαράει το Γιώργο του Νταλιμάτσια με τη βέργα, κι έλεγα πως τον βαράει τώρα για να είναι ασφαλής… αργότερα;
Έβλεπα το Σπούργιτα να παίρνει φόρα και να ανεβαίνει σε κλάσματα του δευτερολέπτου πάνω στην ελιά, κι έλεγα τι ασφάλεια έχει αυτός τώρα…τι κάνει για αργότερα…
Δεν είχαμε τίποτα τώρα. Πως θα είχαμε… αργότερα;
Μήπως ήταν κάτι που έμοιαζε με κείνη την «οικογένεια» που είχε το Αναγνωστικό του σχολείου ζωγραφισμένη;
Που αποφάσισαν να πάνε εκδρομή και πήγε ο πατέρας να φέρει ένα αυτοκίνητο, κι έφερε ένα… καμπριολέ, και κορνάρισε, και μπήκε όλη η οικογένεια μέσα, εκτός απ’ τη γιαγιά, ύστερα ξανά κορνάρισε και όλοι ήτανε χαζοχαρούμενοι σα να είχαν έρθει από άλλο Πλανήτη;
Αμ’ εκείνος ο μανάβης πάλι… που είχε τα σύκα και τα άλλα φρούτα σε… τελάρα, τακτοποιημένα και φώναζε «σύκααα- καλά σύκααα- έχω σύκα μέλιιιι!»
Δε τα πιστεύαμε αυτά τα πράματα, όσο κι αν μας βάραγε ο δάσκαλος.
Ήτανε άσχετα με τη ζωή που κάναμε…
Εμείς τα σύκα τα κλέβαμε πάντα- και τα τρώγαμε μαζί με τα φλούδια να προλάβουμε να μη μας πιάκουνε… ΤΩΡΑ όχι αργότερα που… θα μας έρχονταν η όρεξη… Δε μας τα πρόσφερε ο μανάβης.
Μια φορά, είχαμε κλέψει όλες τις κινέττες του Γεροντικού- και όταν λέω όλες- το εννοώ. Ήμασταν πολλοί. Είχαμε κάνει «ντου». Πεινάγαμε. Κι αυτές μοσχομύριζαν. Γιομίσαμε τις τσέπες, τους κόρφους, βάλαμε και μέσα στα βρακιά μας, τρώγαμε κι όλας. Ύστερα τρέχαμε- τρέχαμε, ώσπου φτάσαμε στους… Κυπριανάδες. Πίσω μας, έτρεχε κι αυτό, ένα σύννεφο που μύριζε φρέσκο μανταρίνι… Στους Κυπριανάδες δίναμε- δίναμε σε όλους μανταρίνια. Ξεφορτώναμε.. Τα είχαμε πάρει όλα! (Να, πως «ο χαμένος τα παίρνει όλα»)
Πολλές φορές μας έπιανε κόψιμο και καθόμαστε όλοι στη σειρά και «βγάζαμε τα άντερά μας».
Μα και οι μεγάλοι τα ίδια τραβούσανε:
Μια φορά είχε έρθει ο Δεσύλλας, ως υποψήφιος βουλευτής, να βγάλει λόγο στο Φόρο. Και όπως έλεγε από το μπαλκόνι του Αμερικάνου διάφορες σαχλαμάρες… ότι θα κάμει γέφυρα από τους Χωρεπισκόπους στο Βαλανειό… και τέτοια… ακούγεται μια δυνατή γυναικεία φωνή από κάτω: «Με το μπακαλάρο τι θα κάμεις;»
Ήταν η Λένη του Κουρέ, η Μπάλα η λεγόμενη, που της άρεσε ο μπακαλάρος περισσότερο από τα λάχανα…αλλά….
Μια άλλη φορά, πηγαίναμε στους Κυπριανάδες, ο πατέρας μου, ο Νταλιέτος, κι εγώ- πίσω και σε απόσταση- για να κάνουμε κάποιο Μνημόσυνο.
Άκουγα το Νταλιέτο να λέει του πατέρα μου:
- Λες, ορέ παπά, να μας δώκουνε και κανένα κατοστάρικο;
- Για κατοστάρικο δεν ξέρω. Αλλά θα φάμε σίγουρα. Δε θα μας αφήσουν να φύγουμε νηστικοί, όοχι! Θάχουνε καμία φασουλάδα, ψωμί, θα κάμουμε ζεματούρα… ορέ θα ρίξουμε κουταλιές που θα πάει καπνός!
Εγώ άκουγα πίσω, και περίμενα να πούνε, πως θα δώκουνε και κανένα γλυκό του παιδιού… κάτι τέλος πάντων που θα έχει και για το παιδί…
Φθάσαμε στους Κυπριανάδες, μας υποδέχθηκαν με φωνές και χαρές- μέχρι εδώ καλά πηγαίναμε- κάναμε το Μνημόσυνο, μας πήγαν για… καφέ… μας χαιρετήσανε… και… ύστερα πήραμε και οι τρεις το δρόμο του γυρισμού με κατεβασμένα μούτρα- χωρίς να μιλάμε…
Μετά από πολλή ώρα, ακούω το Νταλιέτο να λέει του πατέρα μου:
- Βάρει κουταλιές…. Και πούϊντες… ε, παπά;- βάρει κουταλιές και…πούϊντες…
Το ξεσφάλι προχωρούσε;
Το ξεσφάλι το ξεχάσαμε.
Γιατί μεγαλώναμε και τι θα κάναμε πια στο χωριό;
Αρρωστήσανε και οι ελιές. Δεν υπήρχε ούτε λάδι πια…
Σκέτα λάχανα.
Κάπου- κάπου λίγο τυρί γεμάτο σκουλήκια. «Παιδούλια» τα λέγανε. Δεν ξέρω γιατί… ίσως γιατί δε μπορούσανε να φάνε εμάς(;). Ίσως για να ξεχνάνε πως ήτανε σκουλήκια;; Για να ξορκίσουν το κακό που τους βρήκε με όλα αυτά τα παιδιά…και… τα «παιδούλια;»
Φύγαμε…
Άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στη Χώρα, άλλοι στη Γερμανία, στην Αυστραλία, ο Κατσαμπλιάς στην Αμερική…
Εγώ έφθασα στην Αθήνα με ένα σαπιοκάραβο παραμονές της Δικτατορίας…
Όπως περνάγαμε από την Ομόνοια με τον αδερφό μου- αυτός ήταν ήδη στην Αθήνα- πέσαμε σε διαδήλωση των οικοδόμων που με τσαπόνια ξηλώνανε τα πεζοδρόμια. Ούτε πουρνάρια, ούτε κουραμιές… κάτι βρώμικα πεζοδρόμια ξηλώνανε… και φωνάζανε για την Κύπρο…αναποδογυρίζανε κάτι τεράστια λεωφορεία με κεραίες, καίγανε ωραία μαγαζιά… η αστυνομία να ρίχνει στο ψαχνό… και όχι στα ψέματα, όπως κάναμε εμείς στο χωριό…
Ζαλισμένος και φοβισμένος λέω στον αδερφό μου: «θα κάμουνε ξεσφάλι;»
«Όχι» μου λέει, «όχι ρε, τι ξεσφάλι, εδώ θα γίνει κόλαση…»
Τα καταφέραμε και φύγαμε, και φθάσαμε στο σπίτι. Ένα χαμόσπιτο στο Ρέμα της Καισαριανής…
Εκεί, παλεύανε ακόμα να βρούνε κάποια άκρη, οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία…
Ένα τραγουδάκι έτρεχε επίμονο κάθε βράδυ στο διπλανό χαμόσπιτο:
….»Η αγάπη είναι καρφίτσα- βρε αμάν- π’ αγκυλώνει τη καρδιά
Η αγάπη είναι καρφίτσα- βρε αμάν- π’ αγκυλώνει τη καρδιά.
Και αγκύλωσε κι εμένα- βρε αμάν- και δε βρίσκω γιατριά
Και αγκύλωσε κι εμένα- βρε αμάν- και δε βρίσκω γιατριά…»
Το τραγουδούσε μια γυναίκα, που δεν έμαθα ποτέ αν ήταν νέα ή γριά.
Όμως είχα την αίσθηση πως όποια τραγουδάει έτσι, μεταμορφώνεται σε κοπέλα!
Και γίνεται νεράιδα, που κρατάει μια καρφίτσα, αντί για μαγικό ραβδάκι. Όταν καταλάβει πως δεν αγαπάς, τρέχει και σ’ αγκαλιάζει. Ύστερα βρίσκει μια ευκαιρία και σου τσιμπάει με τη καρφίτσα τη καρδιά. Κι έτσι ξυπνάει τους ανθρώπους όταν ξεχνάνε να αγαπάνε, χωρίς να τους πληγώνει και πολύ…
Η αγάπη είναι καρφίτσα, βρε… Ίσα- ίσα που θα το καταλάβεις… Μη φοβάσαι… Ένα μικρό τσίμπημα θα είναι και…
Μανταρινιά πουθενά μέχρι τώρα… έστω και του Γεροντικού.
Ορίζοντας πουθενά μέχρι τώρα… έστω και πληγωμένος.
Τώρα, σας γράφω από την Ομόνοια, κι όλο έχω την αίσθηση, πως εδώ πίσω στα Εξάρχεια, θα κάμουνε «ξεσφάλι» όπου νά’ναι….
Όλο ξεκινάνε κι όλο τίποτα δεν κάνουν όμως…
Όπως ο Γεράσιμος του Πάντου.
Που και αυτός τελικά δεν έκαμε τίποτα.
Γιατί, όποιος πάει να κοιτάξει από του Ντόλου
Πάλι τα βουνά θα ‘δει
Να παίρνουν χρώμα
Από τον ουρανό- κι από τον ήλιο.
Μπορεί και γιατί
Η νεράιδα με τη καρφίτσα
Να ‘γινε καπνός;
Χρήστος Κρασάκης- (Καβάσιλας)
Φλεβάρης 2011
6 σχόλια:
"ΤΟ ΞΕΣΦΑΛΙ" ΜΕ ΠΗΓΕ ΠΟΛΥ ΠΙΣΩ... ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ....
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΝΟΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥ ΒΑΛΑΝΙΟΥ, ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΝΙΩΘΩ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟΣ ΠΟΥ ΤΑ ΕΖΗΣΑ!! ΤΟ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΗΔΗ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΣΩ. ΧΡΗΣΤΟ ΜΟΥ,ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ.
Σ’ ευχαριστώ, Αντώνη, για τα καλά σου λόγια και εύχομαι το καλύτερο στην ενασχόλησή σου με τα παιδιά. Ώστε όταν κι αυτά θα μεγαλώσουν να μπορούν να ανοίγουν «το μαγαζί των ονείρων τους» χωρίς να ντρέπονται, και χωρίς να περιμένουνε… πελάτες!
Ευχαριστούμε και όλοι μαζί τον Σταμάτη που… γουστάρει, και γουστάρουμε κι εμείς μαζί του- διάολε…
Χρήστος Κρασάκης.
Ο Χρήστος, ονειρεύονταν, για ξεσφάλι, μποστάνια στο Βαλανειό, κι’ όταν είδε πως δεν γίνονταν πραγματικότητα τα όνειρά του, τότε την έκανε για την Αθήνα, όπου συνέχισε να ονειρεύεται ξεσφάλι με δουλειά τη μέρα και σπουδές το βράδυ.
Τράβηξε γερό κουπί κι’ έστησε το “daru. έπιπλα γραφείου κρασάκης”, μάλλον από μεράκι κι’ όχι για ξεσφάλι. Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι ξεσφάλι μια μικρή ατομική επιχείρηση ενός ρομαντικού μάστορα, σε μια αγορά που κάνουν κουμάντο σαράφηδες τραπεζίτες, αχυράνθρωποι του ‘μπακαλάρου’ ανταγωνιστές μαφιόζοι, ντόπιοι και ξένοι δραχμοφονιάδες μεγαλέμποροι και καθωσπρέπει μεγαλοπελάτες κανονιέρηδες;
Ο Χρήστος όμως είναι πεισματάρης. Θα έλεγα πως είναι αναστενάρης, που χορεύει πάνω σε θράκα από άσβεστες μνήμες, χωρίς μουσική κομπανία, γιατί ο ίδιος είναι μια ολόκληρη ορχήστρα, που χορεύει και τραγουδάει, σατιρίζει, αυτοσαρκάζεται και αυτοσχεδιάζει με συνοδεία την κιθάρα του και «πετρόλιο» τις ζωντανές εικόνες της παιδικότητάς του. Ο Χρήστος είναι ένας αθεράπευτος Βαλανειώτης που δεν έφυγε ποτέ από το Βαλανειό. Τι κι’ αν η εκδικήτρα ‘μοίρα’ του τον απομάκρυνε από το Βαλανειό, αυτός το Βαλανειό έχει κάθε στιγμή στο μυαλό του, στο Βαλανειό του βρίσκεται.
Γράφει ποιήματα, διηγείται ιστορίες για γέλια και για κλάματα, κάνει και μερικά γιουρούσια για να βοηθήσει τις πολιτιστικές δραστηριότητες του Βαλανειού, φεύγει και ξαναγυρίζει με τ’ όνειρο, μια και καλή με το α-ξεσφάλι της ακριβοπληρωμένης ασφάλειας σύνταξης, η οποία χέρσεψε σαν το ξεσφάλι του Πάντου, γιατί την ξεκοκάλισαν σε ‘επενδύσεις’ και σε πλούτο οι ‘ασφαλιστές’ και ‘εξασφαλιστές’ της παρτίδας και στο όνομα μιάς κάποιας πατρίδας.
Αυτό το διήγημα του Χρήστου, κι’ ελπίζω όχι το τελευταίο του, δίνει χρώμα στις γκρίζες εικόνες μιάς γκρίζας εποχής. Ένα χρώμα καμωμένο από πίκρα κι’ ελπίδα. Πίκρα για εκείνους που αδίκησαν το μικρό και το μεγάλο Βαλανειό, την Ελλάδα, και τους Βαλανειώτες γενικά, αλλά κι’ ελπίδα πως «έχω την αίσθηση, πως εδώ πίσω στα Εξάρχεια, θα κάμουνε ‘ξεσφάλι’ όπου να ’ναι….», κάτι δηλαδή σαν τη φωτιά με την οποία ο Ιπποκράτης ξεπάστρεψε την πανούκλα της χώρας.
Ένα δυνατό διήγημα, μια ήπια κραυγή, ένας ρομαντικός πίνακας που αποτυπώνει ανεπιτήδευτα τη γκρίζα εποχή του Χτες και του Σήμερα και κλείνει με τη φωτεινή ελπίδα στην προοπτική της δυναμικής διαγωνίου, πως το μικρό, το μεγάλο και το πολύ μεγάλο, το οικουμενικό Βαλανειό θα αποφασίσουν κάποια στιγμή για το πανανθρώπινο ξεσφάλι, όχι του Πάντου, αλλά του παντού και των πάντων, χωρίς επαγγελματίες ‘ασφαλιστές’ και ‘εξασφαλιστές’. Συγχαρητήρια Χρήστο και καλή συνέχεια…
Κώστας Λάμπος
Υστερόγραφο: Τα τυροσκούλικα εμείς, στα φτωχοχώρια της Ρούμελης, τα λέγαμε ‘πδούλια’, ή ‘πηδούλια’, επειδή μόλις ανοίγαμε τον ‘τάλαρο’, το μικρό ξύλινο βαρέλι με το τυρί, αυτά κουλουριάζονταν και πηδούσαν
Το διήγημα (που ελπίζουμε να είναι η αρχή) ήταν σαν να μιλούσε για όλους μας.
Το σχόλιο του Κώστα Λάμπου ήταν εξαιρετικό.
Καλό πάσχα αδέλφια.
Τι έγινε ρε μισοπάλαβοι Βαλανειώτες;
Τόση είναι η αγάπη σας για το χωριό σας και τους συχωριανούς σας;
Γιατί λουφάξατε ξαφνικά;
Εδώ ο δικός σας έστησε ένα ολόκληρο Μπλογκ για να επικοινωνείτε μεταξύ σας, για να στείλετε υλικό για το ζωριό σας, τις εμπειρίες τις δικές σας, τις προτάσεις σας για τα προβλήματα του χωριού σας, κι' εσείς μοιρολογάτε και ξομπλιάζετε ο ένας τον άλλο.
Ο Κρασάκης σας άνοιξε το δρόμο γιά συζήτηση, για σχόλια και για να κάνετε το ίδιο, να βάλετε όσα έχετε ναπείτε στο χαρτί, δηλαδή στο διαδίκτυο για να ξαναζωντανέχει η κουβέντα, για να έρθετε πιό κοντά κι' εσείς κλαίτε τη μοίρα σας. Ξυπνήστε ρε και πάρτε τη μοίρα σας στα χέρια σας. Μιλάτε, γράψτε, φωνάξτε, διεκδικείστε το δίκιο σας αντί να καταριέστε αυτούς που σας κοροϊδεύουν και σας εκμεταλλεύονται, διαφορετικά δεν έχει ξεσφάλι, αλλά μόνο ξεσφαλι-άρες θα τρώτε χαϊβάνια , ε χαϊβάνια.
Βαλανειολάτρης
Ευχαριστώ Κώστα για τα καλά σου λόγια και την αγάπη σου, κι ας διαφωνούμε κάποιες φορές.
Όμως με την ιδέα του «οικουμενικού ξεσφαλιού», μπορεί κανείς να διαφωνήσει;
Ίσα- ίσα, μπορεί να πει κανείς πως είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσουμε ειρηνικά όλοι οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη, που φθάνει και περισσεύει, όταν υπάρχει Δικαιοσύνη…
-Υπάρχει όμως;
(Για το παραπάνω ερώτημα- πραγματικά- υπάρχουν απαντήσεις στα βιβλία του Κώστα Λάμπου- που είναι καθηγητής Οικονομολόγος- και κυκλοφορούν στο εμπόριο.)
«Βαλανειολάτρη»: Καλύτερα να «τα ακούει» το Βαλανειό, από ανθρώπους που το αγαπάνε, παρά από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται… κι εσύ το αγαπάς… είναι φανερό!!!
Σας ευχαριστώ.
Χρήστος Κρασάκης.
Δημοσίευση σχολίου