Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Σπύρος Χαρτοφύλακας ο Μαέστρος

του Χρήστου Κρασάκη



Τούτες τις μέρες που ο άνεμος μας κυνηγάει, και όση προσπάθεια και να κάνεις, στο δρόμο, στις τηλεοράσεις ή στο διαδίκτυο να ξεχωρίσεις κάποιο πρόσωπο που νάχει το κάτι τις του, δεν τα καταφέρνεις, καμιά φορά λοξοδρομεί ο λογισμός σου και χάνεται σε πρόσωπα του παρελθόντος. Σε πρόσωπα, που το καθένα κάτι είχε να σου πει.

Βλέπεις ανθρώπους να μιλάνε, να μιλάνε συνεχώς, με ανέκφραστα προσωπεία, να λένε όλο «εγώ κι εγώ», να φωνάζουν όλοι μαζί για να δικαιωθούν- από ποιόν;- κάποιοι λένε και «εμείς κι εμείς», και σου μένει στο τέλος μια πίκρα. Μια αίσθηση κενότητας, ένα τίποτα.
Πρόσωπα φίσκα στο μεϊκάπ, με βαμμένα μελιτζανί ή κατάμαυρα τα κεφάλια τους, να μιλάνε για τη φτώχεια και την αδικία, για παιδιά που δεν έχουν να φάνε ψωμί, για τους ανθρώπους που αυτοκτονούν, που χάνουνε τη δουλειά τους και το σπίτι τους.
Σκηνοθετημένοι, κάθονται γύρω από κάτι μεγάλα παράξενα τραπέζια, λες και κατέβηκαν τώρα δα, από το φεγγάρι, για να μας πουν αυτά που βλέπανε τόσο καιρό από ψηλά, και δεν άντεξαν άλλο, και κατέβηκαν να βάλουν κάποια τάξη, και μετά να ξαναγυρίσουν στη πατρίδα τους, το φεγγάρι.

Εντόπισα κάποια γερμανίδα πρωθυπουργό, με δυο λοξά αυλάκια στο πιγούνι της, όπως αυτά που κάνουνε οι σκιτσογράφοι, στα πρόσωπα που θέλουνε να δείξουν βλοσυρά. Είπα στον εαυτό μου, «μην κατακρίνεις κανέναν». Ύστερα από λίγο, είδα πάλι κάποιο γερμανό υπουργό να κάθεται σε αναπηρικό καρότσι, και να μιλάει σα να φτύνει, έχοντας τα ίδια σημάδια κακότητας, ζήλιας, και φόβου, μη του κλέψει κανένας το πορτοφόλι. Όπως έβανε το χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού του να ελέγξει αν είναι ακόμα εκεί- το πορτοφόλι- έμοιαζε με καρικατούρα της καρικατούρας του Ναπολέοντα. 

Είπα στον εαυτό μου, αναγκαστικά κοιτάζοντας προς τα πίσω, στο παρελθόν, «ρε πως καταντήσαμε».
Ύστερα σκέφτηκα πάλι ότι- αφού ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος από τη φτιάξη του, να μαζεύει εμπειρίες στο παρόν, να καταγράφονται στο παρελθόν, και μ’ αυτές να διαμορφώνει το μέλλον- τα πράγματα δε θα ‘ναι και τόσο δύσκολα.

Έβαλα δίπλα στα πρόσωπα των ανόητων πολυλογάδων τα πρόσωπα τόσων και τόσων ανθρώπων που έχουν φύγει από κοντά μας. Καμία σύγκριση. Έβαλα πολλά μαζί, να μιλούν, να τσακώνονται, να χορεύουν στα πανηγύρια, να δουλεύουν στα εργοστάσια, στις οικοδομές, στα χωράφια, να κατεβαίνουν στις απεργίες, να τραγουδάνε μόνα τους, ή όλα μαζί οργανωμένα με τις χορωδίες… καμία σύγκριση.

Μα τι έγινε ξαφνικά; Κατέβηκε κάποιος και μας σημάδεψε με δυο γραμμές κάτω απ’ το πιγούνι; Πως πορευόμασταν τόσα χρόνια, με μια χαρά πιγούνια, και τώρα πηγαίνουμε στη δουλειά μας, και πέφτουμε από τα μπαλκόνια για να αυτοκτονήσουμε;
Δε μπορώ να το πιστέψω, και, πιστέψτε με, στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να  πιστέψω και τους φίλους μου, που μου λένε πως το πρόβλημα είναι «συστημικό». Μπορεί να είναι και λίγο έτσι, δε λέω, αλλά είναι και αλλιώς.

Πως κρατάμε τα χαρτιά όταν παίζουμε τράπουλα; Έτσι αναγκάστηκα τώρα να σκέφτομαι για να τα βγάλω πέρα. Είναι κόλπο, και είναι απλό. Όταν βλέπεις ας πούμε τον γερμανό υπουργό οικονομικών και αρχίζεις να παίρνεις ανάποδες, κλείνεις τα φύλλα, τα ανακατεύεις, και τα ξανά ανοίγεις, σαν βεντάλια. Όπως στην τράπουλα. Ο γερμανός έχει πάει στο τέλος. Ίσα- ίσα που φαίνεται μια γωνίτσα του, ούτε μάτια, ούτε πιγούνι. Πρώτο φύλλο, ο Μάνος Χατζιδάκις, στη δική μου περίπτωση.

Όποιος το κάνει οργανωμένα θα με θυμηθεί. Είναι ένα όπλο φοβερό σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Μπορείς να ζεις και να παλεύεις, έχοντας σε πρώτο πλάνο τον Χριστό, τον Τσε Γκεβάρα, τον πατέρα σου, τη μάνα σου, την Παναγία, τη Σωτηρία Μπέλου, τον Μάρκο, τον Οδυσσέα, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Μπαχ. Τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και τον Ηράκλειτο… μπορείς να βλέπεις τον πατέρα σου και τον νονό σου να δακρύζουνε από χαρά κοιτάζοντας το χωραφάκι με τις περήφανες πατάτες, με το λίγο μπλε του χαλκού, και κείνο το σπασμένο άσπρο στα άνθια τους. Το βαθύ και δυνατό πράσινο στα φύλλα τους. Και την προσμονή, την προσμονή για το θαύμα κάτω από την ήμερη γη που τρίζει. Ύστερα το νερό. Να ακούσεις το νερό να μοιράζει την ενότητα. Να συγκολλά αταίριαστα μεταξύ τους στοιχεία, και να οπλίζει τις ανίκητες ρίζες με δύναμη για να θρυμματίζουνε τις πέτρες, και να τις κάνουν χώμα. Χώμα όμορφο και μαλακό που μοσχοβολά στο πέρασμα του χρόνου.

Τότε όλες αυτές οι φάτσες που σε βασανίζουν τούτο τον καιρό, μαζί με τα εγώ τους και τα βαμμένα τους μαλλιά, μαζί με τις ανοησίες τους, μαζεύονται όπως τα φύλλα της τράπουλας σε μια γωνιά του τραπεζιού, η μια πάνω στην άλλη, ανάποδα, σαν  φύλλα που έχουνε περάσει, που δεν ήτανε καλά, κι ούτε να τα βλέπεις δε θέλεις πια.

Μια μέρα που με αυτό τον τρόπο προσπαθούσα να βγάλω από μπροστά μου, κάποιον ευρωπαίο που έκανε σαν τρελός μη χάσει τα λεφτά του, έρχεται πρώτο φύλλο ο Σπύρος ο Χαρτοφύλακας. Ο δάσκαλος της χορωδίας, ο μαέστρος.
Εχάρηκα. Συγκινήθηκα. Άρχισα να θυμάμαι. Τι να πρωτοθυμηθείς όμως; Είναι σα να ανοίγεις ένα μαγαζί. Ένα παλαιοπωλείο γεμάτο χιλιάδες όνειρα μέσα, που το κάθ’ ένα σε προσκαλεί και το ακολουθείς σαν ονειροβάτης. Βγαίνεις έξω από τον τόπο και το χρόνο, γελάς και κλαις μόνος σου. Βιώνεις ξανά μια άλλη ζωή, που και αυτή ήταν δική σου κάποτε. Που έβλεπες έναν άνθρωπο να κλαίει από ευχαρίστηση για κάτι που έφτιαξε κάποιος άλλος άνθρωπος. Τρελά πράγματα. Όμως αληθινά μέχρι κεραίας.

Ήτανε γύρω στα 1970, που επανακυκλοφόρησε (πρώτη έκδοση 1965) σε βινίλιο, η μουσική και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από δυο θεατρικά έργα, που παίζονταν εκείνη την εποχή ή λίγο πιο πριν. Το Παραμύθι Χωρίς Όνομα της Π. Σ. Δέλτα, σε στίχους του Ιάκ. Καμπανέλλη, και ο Ματωμένος Γάμος του Φ. Γκ. Λόρκα, σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου.
Εκείνη την εποχή για μας τα παιδιά, ήταν σα να κυκλοφορούσε τώρα, ένας δίσκος- ξέρω ‘γω- του… Ρέμου. Ήταν είδηση, και ειδικά σε ‘μας που ήμασταν χορωδοί. Υπάρχει, όπως σε πολλά έργα αυτού του πανέξυπνου ανθρώπου, ένα κάτι που σου μαγνητίζει το μυαλό, και σου στρογγυλεύει την ακοή. Ακούς ήχους που σου θυμίζουν πράγματα όμορφα και λαμπερά, ενώ μπορεί να μιλάνε για πόλεμο ή για κάποιο φονικό.
Έτσι λοιπόν κι εγώ, μέχρι να πάρει χαμπάρι ο δάσκαλος για το δίσκο, τον είχα μάθει κι όλας απ’ έξω. Όλα τα τραγούδια στη σειρά, να τα τραγουδάω, και τα ορχηστρικά καρφωμένα μέσα στο μυαλό μου να τα σκέφτομαι λίγο πριν κοιμηθώ σαν προσευχή.

Μερικά τραγούδια, μου είχαν κολλήσει και τα ψιθύριζα συνέχεια χωρίς να θέλω.
Με άκουσε ο δάσκαλος…
Κάναμε πρόβα για κάποια συναυλία, σε κείνο το σπιτάκι στην αγία Βαρβάρα στη Δάφνη. 
Τραγουδούσα, «κουβάρι, κουβαράκι/ τι λες να τραγουδήσεις;/ Λαβωματιές κερένιες,/ καημούς από μυρτιά./ Η χαραυγή θα γιάνει/ τον πόνο της νυχτιάς./»

Ο δάσκαλος από τη χαρά του δάκρυσε. Από τη χαρά του τίναζε- ξετίναζε- τον ώμο του. Έκλεινε και άνοιγε απότομα τα μάτια του. Θέριευε το τικ που είχε… Έκανε μπάσο. Ύστερα έκανε βαρύτονο. Μετά έκανε σιγόντο. Κατόπιν έκανε πρίμο!
Όλα αυτά όρθιος, φυσώντας το διαπασών, και περπατώντας από τη μια άκρη του  δωματίου στην άλλη. Όταν έφτανε στην άκρη και δεν είχε άλλο χώρο να προχωράει, νόμιζες πως θα περάσει μέσα από τον τοίχο και θα φύγει, και ασυναίσθητα κοίταζες προς την εξώπορτα όπου θα έμπαινε όταν θα γύριζε!
Είχε κόσμο πολύ εκεί.
Τον ξέραμε το δάσκαλό μας.
Ήξερε να λέει «φχαριστώ», και να δέχεται την ανωτερότητα κάποιου άλλου τη δεδομένη στιγμή. Εκείνη την ώρα ήταν ο Χατζιδάκις που έπρεπε να ευχαριστήσουμε. Άλλη ώρα ήταν ο δάσκαλός μας. Έτσι είναι η ζωή. Δεν είναι όλα ισοπεδωμένα. Δε βουλώνουμε τα αυτιά μας ώστε να ακούμε μονάχα τη δική μας φωνή, κι όταν ακούμε τους άλλους να μιλούν, με τη δική τους, μας κακοφαίνεται. Αυτό κάνει και ο Σόϊμπλε και είδατε τι έπαθε…

Θεός φυλάξει…

Χρήστος Κρασάκης.
Αθήνα- 15 Μαΐου 2012