Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ


Τον τελευταίο καιρό, εδώ στην  Αθήνα, κάθομαι και παρακολουθώ σκηνές απείρου κάλους , με κάποιες κυρίες και τους σκύλους τους. Κάποιοι τους έχουν πεί από την τηλεόραση, πως πρέπει να τους βγάζουν μία φορά το πρωί, και μία φορά το βράδυ, έξω στα πεζοδρόμια για να χέσουνε!
Μερικές ξανθές στα πρωϊνάδικα, προχώρησαν και παραπέρα, και τους κάνανε και αναπαράσταση: πώς θα κρατάνε το λουρί με το δεξί τους χέρι, χαριτωμένα, πού θα βάζουνε ένα φτυαράκι μαζί με ένα σκουπάκι, και ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Πώς θα περπατάνε με χάρη, τι ρούχα θα φοράνε, πως θα περιμένουν- με χάρη- τον σκύλο να χέσει, και πως θα τα μαζεύουνε μετά, ώστε να μη τουρλώνουνε τον κώλο τους όπως σκύβουνε, και χαλάνε όλη τη σκηνή.
Βέβαια η χώρα πάει για φούντο. Χρωστάει της Μιχαλούς. Αλλά γι’ αυτό δε φταίνε οι ταλαίπωροι οι σκύλοι. Φταίνε… άλλα ζώα!

Προχθές συνάντησα έναν πιτσιρικά, πρωί- πρωί, που τον είχανε στείλει να κάνει τη παραπάνω δουλειά, αλλά επειδή αυτός δεν σκάμπαζε από φτυαράκια και χάρες, και τα τοιαύτα, μάλλον βαριότανε κιόλας, κλότσαγε το σκύλο, τον έβριζε, και όταν επιτέλους, ο σκύλος, βρήκε το μέρος για να κάνει τη δουλειά του…πέρναγα εγώ.
Ο πιτσιρικάς ταράχτηκε, με κοίταξε, θυμήθηκε που δεν είχε όλα αυτά τα σύνεργα μαζί του, και, όπως ο κακομοίρης ο σκύλος προσπαθούσε να ανακουφιστεί, του τραβάει το λουρί, να τον διακόψει να φύγουνε, να πάνε πιο κάτω, και να συνεχίσει εκεί!
Ο σκύλος κοίταζε αποσβολωμένος, μία έμένα μία τον πιτσιρικά, γιατί μάλλον έχει πλήρη άγνοια για όλα τα παραπάνω.

Θυμήθηκα τους σκύλους στο Βαλανειό, τη δεκαετία του εξήντα! Θυμήθηκα και τους ανθρώπους που είχανε αυτούς τους σκύλους. Θυμήθηκα τι τρώγανε αυτοί οι σκύλοι, και αυτοί οι άνθρωποι. Πώς κάνανε την «ανάγκη τους» αυτοί οι σκύλοι και αυτοί οι άνθρωποι. Για πιο λόγο είχαν τους σκύλους. Τι έκανε ο χωροφύλακας με αυτούς τους σκύλους… και τι κάνανε μεταξύ τους, σκύλοι, άνθρωποι… και χωροφύλακας!

Το Βαλανειό είναι ένα μικρό χωριό, όπως ξέρουμε όλοι. Έχει πολλά προτερήματα, έχει και ελαττώματα, όπως όλα τα χωριά. Έχει και αρκετούς Αριστερούς, έχει και μερικούς Δεξιούς…
Ο χωροφύλακας, σχεδόν, δε χρειάζεται καθόλου. Τα βγάζουνε οι άνθρωποι πέρα μόνοι τους, χωρίς τη συνδρομή του!
Έλα μου όμως, που- τότε, τη δεκαετία του εξήντα λέμε- το Βαλανειό, είχε περισσότερους ανθρώπους και σκύλους Αριστερούς, και λιγότερους, ανθρώπους και σκύλους Δεξιούς;

Όποιος ήθελε να μάθει τι κόμμα είναι ο τάδε σκύλος, δεν είχε παρά να κάνει μία βόλτα στο χωριό: όλοι οι Δεξιοί σκύλοι, γυρίζανε μολάδοι, πηγαίνανε ό,που θέλανε. Χωρίς μουσαριόλες (φίμωτρα) και άλλα συμπράκαλα, περιμένανε έξω από τα καφενεία μήπως- πράγμα σπάνιο- κάτι τους πετάξουνε να φάνε!
Καμιά φορά, έβλεπες και κανέναν Αριστερό σκύλο μαζί τους, αλλά αυτός έσερνε και ένα κομμάτι σκοινί!- δύο- τρία μέτρα- σημάδι ότι είχε κόψει το σκοινί και την είχε κοπανίσει, από ‘κει που τον είχανε δεμένο!
Μια φορά, έτρεχε, μαζί με τους Αριστερούς σκύλους, και ο Ταρζάν. Ο σκύλος της Καλόγριας της Σεβαστής, από το μοναστήρι στα Νερούλια, σέρνοντας κι αυτός ένα κομμάτι σκοινί, έξι μέτρα. Απλά αυτός… είχε «κόψει!»

Έτσι λοιπόν, κι ο χωροφύλακας- που είχε εντολή να φαρμακώνει τους «αδέσποτους» σκύλους με φόλα- δεν χρειαζότανε να κάνει ανακρίσεις και τέτοια, για να καταλάβει ποιος σκύλος είναι Αριστερός, και να του τη ρίξει!

Μερικοί σκύλοι, δεν ήτανε ούτε Δεξιοί, ούτε Αριστεροί. Ήτανε κάπου στη μέση. Αυτό φαινότανε τόσο καθαρά, μα τόσο καθαρά, που δε χρειαζότανε να μεγαλώσω για να το καταλάβω…

Ο ΚΕΜΑΛ

Ένας, ή μάλλον μια γενιά, από δαύτους, ήτανε ο κύριος Κεμάλ! του Τάκη του Σμπίρη!
Εξυπνότερη και πονηρότερη ύπαρξη, δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου μέχρι σήμερα, ούτε και πρόκειται να συναντήσω, σε άνθρωπο ή σε σκύλο!

Αυτός κατ’ αρχήν, γύριζε με Δεξιούς, με Αριστερούς, με Αναρχικούς, με ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Χωρίς να σέρνει σκοινιά, χωρίς μουσαριόλες, χωρίς να φοβάται ακόμα και το χωροφύλακα. Απλά, είχε καταλάβει, πως ο χωροφύλακας δεν είναι καλό πράμα, έστω και να τον τάιζε! Οπότε, όταν ο χωροφύλακας, του έριχνε τη φόλα, απλά δεν την έτρωγε. Όχι πως δεν πείναγε. Πάντα πείναγε. Όλοι πεινάγαμε…αλλά δεν τρώγαμε τις φόλες! Έτσι έκανε και ο κύριος Κεμάλ, ο μακαρίτης!

Είχε βρει κάποιο τρόπο, ώστε να μην τον αντιπαθεί κανένας. Αυτό το έκανε συνειδητά και προγραμματισμένα. Σε σκλάβωνε, είτε ήσουνα ζωόφιλος, είτε όχι. Έκανε κάτι τη τελευταία στιγμή, και έσωζε τη κατάσταση! Τη στιγμή που ετοίμαζες το ξύλο ή τη πέτρα για να του ρίξεις, έμενε το χέρι σου μετέωρο, και καθόσουν και τον χάζευες!

Τη ζωή του όλη την είχε βάλει σε ένα πρόγραμμα, ώστε να εξασφαλίζει τον επιούσιο, γιατί αν περίμενε από το αφεντικό του να του ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη, ζήτω που καήκαμε!
Είχε, με την ευστροφία του, εξασφαλίσει όχι μόνο το φαΐ του, αλλά και το παιγνίδι του, που όπως ξέρουμε, είναι μέσα στη φύση των σκύλων.

Ακούστε πρόγραμμα παιδιά να τρελαθείτε:
Είχε φροντίσει να μάθει ακριβώς, τις ώρες που κάθε ομάδα ανθρώπων, σταματάει να εργάζεται, και κάθετε να φάει. Ήξερε επακριβώς την ώρα, χωρίς, βέβαια, να φοράει ρολόι!
Το πρωί- πρωί, πέρναγε από το σχολείο, για να παίξει και να φάει, πριν αρχίσει το μάθημα. Από φαΐ, όπως καταλαβαίνετε, λίγα πράματα. Έπαιζε όμως… έτρωγε και κάπου- κάπου! Περίπου ώρα οκτώ, π.μ.
Μια φορά, που ήταν μαζί με το σκύλο του δάσκαλου, τον Τζακ, κάποιο παιδί έβαλε μέσα στο ψωμί ένα πετραδάκι, και τους το πέταξε. Ο Τζακ το άρπαξε στον αέρα, και έφτυνε μετά μια ώρα. Ο Κεμαλ, ούτε που κουνήθηκε. Είχε προσέξει, τι έκανε το παιδί από πριν μέσα στο ψωμί!
Κατά τις εννιά, έμπαιναν μέσα τα παιδιά, κι αυτός έφευγε, και πήγαινε και καθότανε μπροστά στο μαγαζί του Κανάρη που εκείνη την ώρα έφερνε το ψωμί, και οι γυναίκες πήγαιναν να το αγοράσουν, για να φτιάξουνε τη μαρέντα (πρωινό) και να την πάνε να φάνε οι εργάτες στα χωράφια και αλλού.
Είχε κανονίσει την ώρα, είχε μάθει ποιοι είχαν κάτι καλό, και όταν οι γυναίκες ήταν έτοιμες να φύγουν… έτρεχε κι αυτός στους τόπους δουλειάς του κόσμου.

Εκεί δεν παρακάλαγε κανέναν, δεν του τρέχανε τα σάλια, δεν έκανε κόλπα, και αηδίες. Αν του έδιναν, είχε καλώς. Αν δεν του έδιναν, έφευγε αμέσως ώστε να τους προλάβει όλους!
Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι ήταν συνέχεια έξω, σε δουλειές, μην το ξεχνάμε!
Γύρω στις δέκα και μισή με έντεκα, έπρεπε να ‘χει τελειώσει με όλους αυτούς, ώστε να βρίσκεται στο σχολείο, που έκαναν διάλειμμα τα παιδιά! Να παίξει, και να φάει κάτι. Που ήταν σχεδόν σίγουρο, καθ’ ότι, στο διάλειμμα, όλοι είχαμε κάτι να φάμε… αλλιώς θα ψοφούσαμε κι οι σκύλοι, και τα παιδιά!

Όταν τελείωνε το διάλειμμα, και άρχιζε να μεσημεριάζει, έκανε κι αυτός το διάλειμμά του, έξω από του Κανάρη ή έτρεχε μαζί με τους άλλους σκύλους, Δεξιούς και Αριστερούς ή Κεντρώους. Βενιζελικούς τους λέγανε αυτούς, νομίζω.
Πασόκους, Συριζαίους και άλλα ευαγή ιδρύματα,  δεν είχαμε ακόμα, εκείνη την εποχή! 

Ώσπου έφθανε σιγά- σιγά και μεσημέριαζε. Τότε ήξερε ότι σε κάποια σπίτια τρώγανε κιόλας! Κάποιες γυναίκες μόνες τους, κάποιες που είχανε πολύ μικρά παιδιά, ή πολύ γέρους… λίγοι τέλος πάντων, αλλά γνωστοί του. Δικοί του άνθρωποι, που λέμε!
Πάντα κάτι θα του έδιναν, και μερικοί σιγά- σιγά τον είχαν συνηθίσει, και τον περίμεναν. Ακριβώς στην ώρα του, στο κάθε σπίτι!
Η μάνα μου, όταν τον έβλεπε στην πόρτα έλεγε: «ήρθε ο Τάκης πάλε. Φώναξε τον πατέρα σου. Είναι μία η ώρα!»

Το απόγευμα το διέθετε στα παιδιά, στο αφεντικό του, που έπινε ρετσίνα στο καφενείο, και στις γκόμενες! Αυτές του κόστισαν και τη ζωή του όμως, όπως θα δούμε παρακάτω.

Αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του χωριού. Όλα, μα όλα τα παιδιά. Δεν τολμούσε κανένας να πειράξει παιδί, αν ήτανε μπροστά ο Κεμάλ!
Όταν μαλώνανε τα παιδιά μεταξύ τους, αυτός έτρεχε και τα χώριζε. Τράβαγε αυτόν που ήταν πιο δυνατός και επρόκειτο να νικήσει, από το πόδι, ώστε, να τον πάρει μακριά και να τελειώσει ο καβγάς, χωρίς κανένα θύμα!
Όταν μάλωνε κάποιος μεγάλος με κάποιον μικρό, αυτός έπαιρνε χωρίς περιστροφές, το μέρος του μικρότερου. Άρπαζε τον μεγάλο από το βρακί, μούγκριζε, έδειχνε τα δόντια του, και… η Δικαιοσύνη αποδίδονταν χωρίς Δικαστές και κουραφέξαλα!
Είχε δαγκώσει, το αφεντικό του, τον Τάκη, που έδερνε τον Περικλή. Προσπάθησε να δαγκώσει τον πατέρα μου, που έδερνε το Θωμά. Του έμεινε όμως, ένα κομμάτι ράσο στο στόμα!  

Όταν πέθανε ο Αλέκος- ο γιος του Σμπίρη, του αφεντικού του- δέκα- δώδεκα χρονών παιδί… Αχ…

Ο Αλέκος του Σμπίρη, αγαπούσε πάρα πολύ τα ζώα, γιατί αγαπούσε τη ζωή!
Τα αγαπούσε όμως, όπως ήταν, κι εκεί που ήταν. Στο φυσικό τους περιβάλλον, όχι πάνω στους καναπέδες, και πάνω στα μπαλκόνια…
Το καλοκαίρι πήγαινε και έκανε παρέα του Ντάντου, που είχε το κοπάδι.
Κουβέντιαζαν, ώρες ατέλειωτες για τα πρόβατα. Ξέρανε, και οι δυό τους, το χαρακτήρα του καθ’ ενός. Τι κάνει το ένα, τι κάνει το άλλο. Πως τα φωνάζουνε…
Όποιος πήγαινε να ταΐσει τα πρόβατά του, το μεσημέρι που τα μάζευε ο Ντάντος μέσα στη στάνη, έπρεπε να ψάχνει ανάμεσα από διακόσια πρόβατα να βρει τα δύο- τρία δικά του, ώστε να τα δέσει, να τα βγάλει έξω από τη στάνη, και να τα ταΐσει. Αν ήταν ο Αλέκος εκεί, σε μισό λεπτό τα είχε βρει, τα είχε δέσει, και τα παρέδιδε στον ιδιοκτήτη τους για να φάνε και να πιουν!
Τα γνώριζε όλα, μα και τον γνώριζαν όλα! Και όταν άκουγαν τη φωνή του, σήκωναν το κεφάλι τους και αφουγκράζονταν!
Τα φώναζε με το όνομά του, το καθένα, ή με το όνομα του αφεντικού του!

Όταν λοιπόν, πέθανε ο Αλέκος, ο Κεμάλ έκλαιγε, ακριβώς όπως όλοι οι άνθρωποι, δικοί του και ξένοι…Ύστερα τον έψαχνε στο σχολειό, τον έψαχνε στο σπίτι, τον έψαχνε στις αλάνες, και τέλος ανακάλυψε που ήταν στο Νεκροταφείο…

Έβαλε, στο πρόγραμμά του και το Νεκροταφείο. Για μερικά χρόνια πήγαινε αμέσως μετά το διάλειμμα κι εκεί. Σίγουρος πως κάποια μέρα, θα γυρίζανε πάλι μαζί, στο χωριό. Γύριζε γύρω απ’ τον τάφο, γρύλιζε, μυρίζονταν το σταυρό, και έφευγε με την ουρά στα σκέλια, που λέμε…

Τον Κεμάλ, ο Τάκης ο Σμπίρης, τον είχε πάρει για να του κάνει το κυνηγόσκυλο… ξέρετε… αυτά τα χαζόσκυλα που κυνηγάνε τα πουλάκια, τους λαγούς, και τα άλλα ζώα του δάσους, και μόλις τα πιάσουν κάνουνε σαν χαζά. Αυτά και τα αφεντικά τους!
Δεν τα έκανε ποτέ αυτά τα πράγματα ο Κεμάλ! Δεν καταδέχτηκε να τα κάνει αυτά τα πράγματα!
Ήτανε τόσο όμορφος όμως, και τόσο έξυπνος, που ο Τάκης κατάλαβε από την αρχή, πως δεν θα έχει κυνηγόσκυλο, και βολεύτηκε κατά το δοκούν!
Βέβαια, ακόμα λέει ο Περικλής, πως ήταν κυνηγόσκυλο εξαιρετικό, και κάτι τέτοια! Ούτε κατά διάνυαν παιδιά! Καμία σχέση, που λέει ο κόσμος!
Μια φορά, που με είχαν πάρει για κυνήγι, ο Θωμάς κι ο Περικλής, όπως περπάταγε ο Κεμάλ, σηκώθηκε κι έφυγε μια μπεκάτσα από μπροστά του. Έτοιμος ήταν ο Κεμάλ, να ορμήσει στον Περικλή, που τη σημάδευε με το τουφέκι του για να τη σκοτώσει!
Για να μη σας πω ότι πήγε να σκοτώσει κι εμένα, που πήγαινα μαζί με τον Κεμάλ!  

Αυτός ο σκύλος, είχε άδοξο τέλος. Και το τέλος του, ήρθε από το αφεντικό μιας σκύλας… έρωτας και θάνατος!

Στις απέραντες βόλτες του για την εξασφάλιση του επιούσιου, και κοντά στο Ρεκίνι, που πιο κάτω ήταν το Λιβάδι, και δούλευε ο κόσμος μεροκάματο, άρα πέρναγε και από ‘κει, γνώρισε μια σκύλα από άλλο χωριό. Κάπου εκεί κοντά ήτανε κάποιος συνοικισμός που λεγότανε Καρκάνα, αν δεν κάνω λάθος. Από εκεί ήταν η γκόμενα. Εκεί τις μέρες αυτές είχε γίνει κι ένα φονικό, ανάμεσα σε ανθρώπους, για ερωτικούς λόγους. Κάποιος σκότωσε με το τουφέκι κάποια, γιατί πήγε με κάποιον άλλον και τέτοια… δε θυμάμαι καλά. Θυμάμαι όμως, που το λέγανε στο χωριό, κι εμείς- τα παιδιά- φοβόμασταν.

Έβαλε στο πρόγραμμα, ο Κεμάλ, και την Καρκάνα λοιπόν…
Πήγαινε έξω από το σπίτι της σκύλας, μαζί με άλλους πολλούς. Είχαν μαζευτεί, όπως φαίνεται, όλα τα κόμματα- και την περίμεναν να βγει, για τα περαιτέρω!

Κάποια μέρα, ο αφεντικός της γκόμενας, απηύδησε, γέμισε τη καραμπίνα… και τους έριξε…

Ο Κεμάλ, την έφαγε στο στήθος, και στο μπροστινό αριστερό του πόδι.

Έφυγε, όπως- όπως από εκεί, προσπαθώντας να φθάσει στο χωριό. Δεν τα κατάφερε όμως, και κάπου λίγο έξω από το Ρεκίνι, κοντά στο δρόμο, έπεσε λιπόθυμος, χωρίς όμως να έχει πεθάνει ακόμα. Εκεί έμεινε δυο μέρες…μέχρι που πέρασε ο Θωμάς ο Χαλατζής, που τον είδε…

Τα παιδιά στο χωριό, τον έχασαν αλλά δεν τον ξέγραψαν. Ο Τάκης τον έχασε αλλά δεν τον ξέγραψε. Κανένας δεν τον ξέγραψε! Όλοι περίμεναν να γυρίσει!

Την τρίτη μέρα, έρχεται στο χωριό, ο Θωμάς ο Χαλατζής. Ο Θωμάς ο Χαλατζής, ήτανε ένας Ηπειρώτης, που γύριζε στα χωριά με τα εργαλεία του μέσα σε ένα σακί, και χαλίκωνε τις κατσαριόλες, τα τηγάνια, και τα ταψιά. Αυτόν τα παιδιά τον φοβόντουσαν λίγο, αν και ήταν πολύ καλός άνθρωπος! Αλλά λίγο που ήτανε πάντα γεμάτος γανιές, λίγο που ήταν πολύ μελαχρινός- σχεδόν μαύρος- κάτι θα μας έλεγαν και οι γονείς για να μας φοβερίσουν, όπως θα σε πάρει ο Χαλατζής στο σακί του και τέτοια… εμείς δεν είχαμε και την καλύτερη ιδέα γι’ αυτόν.

Ο Θωμάς ο Χαλατζής λοιπόν, είχε δει τον Κεμάλ- που τον γνώριζε- τραυματισμένο στην άκρη του δρόμου, και όταν ήρθε στο χωριό, βρίσκει τον Τάκη, και του λέει πού βρίσκεται ο σκύλος, σε τι κατάσταση είναι, και όλα χαρτί και καλαμάρι…

Νύχτωνε εντωμεταξύ. Μαύριζε ο τόπος. Βρόνταγε. Όπως γίνεται στο χωριό το χειμώνα.
Οι μεγάλοι το συζητούσαν, αλλά δεν κάνανε τίποτα. Μερικοί είχαν αρχίσει να τον ξεγράφουν κιόλας: τώωρα, θα ‘χει ψοφήσει, είπε κάποιος…
Σκληρή η ζωή, τότε, για τους ανθρώπους και για τα ζώα…
Σκληρή η ζωή και τώρα, για όλους τους ανθρώπους, που γίνανε ζώα!

Εμείς- τα παιδιά- ακούγαμε. Τουλάχιστον εγώ… έντρομος! Λίγο το φονικό στη Καρκάνα, λίγο ο Χαλατζής, λίγο η νύχτα, οι βροντές… σίγουρος πια, πως όπου να ‘ναι, ο Περικλής, ο αδερφός μου ο Θωμάς, και ο Κοκιόρης…θα με πάρουνε μαζί τους, για να πάμε να φέρουμε τον Κεμάλ, από την Καρκάνα!

Έτσι κι έγινε.
Ετοιμάσανε φορείο από σακιά, ετοιμάσανε τα λαδοφάναρα, βοηθήσανε και οι μεγάλοι, που δεν έφεραν καμία αντίρρηση. Μάλλον μας παρότρυναν να πάμε…
Φύγαμε!
Έτρεμα από το φόβο μου. Ήμουν ο πιο μικρός. Κανείς δε γύριζε να κοιτάξει πίσω, να δει αν ακολουθώ, αν με έφαγε κι εμένα η Καρκάνα… έτρεμα…
Νύχτα, μαύρη, πίσσα. Τα λαδοφάναρα δεν φέγγανε, δεν βλέπαμε τη μύτη μας. Τίποτα…
Κάποια στιγμή ακούω τον αδερφό μου το Θωμά, να λέει του Περικλή: «έρχεται το μαλακισμένο;…» άλλη κουβέντα δεν άκουσα, σ’ αυτό το ατέλειωτο και φοβερό ταξίδι…

Τον βρήκαμε.  
Εκεί που είχε πει ο Χαλατζής.
Κείτονταν μισοπεθαμένος στην άκρη του δρόμου.
Δε μας έβλεπε, ήταν σκοτάδι, μας κατάλαβε από τη φωνή και από την ανάσα. Από τη μυρουδιά. Δεν έφερε αντίσταση. Τον βάλαμε πάνω στο φορείο. Ήταν βαρύς, πόναγε… κι ακούγαμε έναν συνεχή ρόγχο ανακούφισης, όχι πως δεν θα πέθαινε, αλλά που ήμασταν μαζί του…
Έγλυψε αργά τα χέρια μας και το πόδι του, εκεί που ήτανε σακατεμένο. Τον αγαπούσαμε… μας αγαπούσε…
Ακόμα και τώρα μας μάθαινε, τι σκατά, επιτέλους είναι αυτός ο θάνατος που βρίσκεται μέσα σε κάθε πλάσμα μαζί με τη ζωή… κι ας κάνουν μερικά ανόητα πλάσματα πως δε το ξέρουν!
Μας μάθαινε, ο Κεμάλ, με πιο τρόπο πρέπει- ναι ΠΡΕΠΕΙ- να νοιαζόμαστε για τη ζωή των άλλων. Όποιοι και να ΄ναι αυτοί… Και να αφήνουμε το θάνατο να κάνει ό,τι είναι να κάνει, όπως ο Ιούδας, αφού δεν μπορούμε να τον αποτρέψουμε. Να του αντιστεκόμαστε με τη ζωή, με την αγάπη, και τη συντροφικότητα!
Είναι υπερόπλο η ζωή, μας έλεγε ο Κεμάλ, και δεν αλλάζει ούτε μέσα στις φυλακές, ούτε μέσα στα Διεθνή Νομισματικά Ταμεία…
Εδώ, έξω από την Καρκάνα, θα αλλάξει η ζωή σας και θα γίνει καλλίτερη, την ώρα που θα παλεύετε να νικήσετε το θάνατο, για χάρη ενός φίλου σας αγαπημένου! Για χάρη οποιουδήποτε, σκύλου ή ανθρώπου… Παλέψτε, παιδιά, κι ας χάσετε!      
Έβγαλε ένα στεναγμό… Δεν κλαίγανε… Έκλαιγα. Έτρεμα…
Δε φοβόμουν πια!
Μεσάνυχτα…

Τον κουβαλήσαμε στο χωριό. Τον παρέλαβαν οι μεγάλοι. Τον βάλανε δίπλα στη στιά να μη κρυώνει. Του δέσανε το πόδι. Ήταν σχεδόν κομμένο στη μέση, εκεί που είναι το γόνατο. Του καθαρίσανε το στήθος. Ήταν τρυπημένο μέχρι μέσα.
Η ψυχή του έφευγε από ‘κεί, και προχωρούσε προς τα πάνω, προς τα μάτια του, για να φύγει μετά, και να πάει «με τον αέρα, σαν λιανοτρέμουλη, σπίθα μικρή…»

Μας κοίταζε με ευγνωμοσύνη. Μας γνώριζε όλους…
Μας ξανακοίταξε έναν- έναν. Τον κάθε έναν ξεχωριστά, και με διαφορετικό τρόπο.
Στον κάθε έναν κάτι θύμιζε από τη ζωή του, τη συμβίωσή τους!

«Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή»

«Κοιμούνται οι άνθρωποι στό ‘να τους πλευρό, το άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.» (ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ)

Από αυτό το ρημαγμένο στήθος, έφευγε απαλά η ζωή…

Πέθανε!

(Έτσι δεν θέλησε, ο κύριος Τόμσεν, να μιλήσουμε…)


Χρήστος Κρασάκης.
Οκτώβρης 2011